Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχές Φιλοσοφίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχές Φιλοσοφίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αρχές Φιλοσοφίας: Μονιστικές θεωρίες Υλισμού (άσκηση)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχές Φιλοσοφίας: Μονιστικές θεωρίες Υλισμού (άσκηση)
 
Σε ποια θεωρία ασκεί κριτική ο John Searle; Θεωρείτε τις ενστάσεις του τεκμηριωμένες και πειστικές; Να διατυπώσετε την άποψή σας.
 
"Εκείνο που διαπιστώνουμε στην ιστορία του υλισμού είναι μια επαναλαμβανόμενη αμηχανία του ανάμεσα στην ανάγκη, από τη μια, να παρουσιάσει μία ερμηνεία της πραγματικότητας που να μην περιέχει οποιαδήποτε αναφορά σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νόησης, όπως η συνείδηση και η υποκειμενικότητα, και στην ανάγκη, από την άλλη, να συμπεριλάβει τις “διαισθήσεις” μας σχετικά με τον νου και τη νόηση. Είναι φυσικά αδύνατον να κάνει και τα δύο. […] Υπάρχει κάτι το εξαιρετικά θλιβερό σε όλη αυτή την ιστορία, γιατί φαίνεται να είναι άχρηστη και χωρίς νόημα. Βασίζεται ολόκληρη στη λανθασμένη υπόθεση ότι η άποψη πως η πραγματικότητα είναι αποκλειστικά φυσική-υλική είναι ασυμβίβαστη με την άποψη ότι ο κόσμος μας περιέχει πράγματι και υποκειμενικές (“ποιοτικές”, “προσωπικές”, “συναισθηματικές- συγκινησιακές”, “άυλες”, ‘μη φυσικές”) συνειδησιακές καταστάσεις, όπως οι σκέψεις και τα αισθήματα”.
 
(John Searle, Ανακαλύπτοντας ξανά τον νου, μτφρ. Μ. Κορνήλιος, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 1997, σ. 74)
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Ο John Searle ασκεί κριτική στις θεωρίες του Υλισμού, σύμφωνα με τις οποίες οτιδήποτε υπάρχει είναι υλικό, δηλαδή δε διαθέτει στην αρχική μορφή και στη βαθύτερη υφή του τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συνειδητής εμπειρίας, εκείνα, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά που εκκινούν τον μεταφυσικό προβληματισμό. Με τις θεωρίες αυτές εκ πρώτης όψεως, το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης νου και σώματος επιλύεται -ή μάλλον αποφεύγεται- εφόσον ο νους είναι υλικός και με τον θάνατο του σώματος αποσυντίθεται κι αυτός. Εξακολουθεί όμως να είναι δύσκολο να εξηγηθεί πώς οι ψυχικές ή οι νοητικές ιδιότητες αναδύονται από την ύλη και εμφανίζονται σ’ εμάς ως κάτι το άυλο, που θα μπορούσε να υπάρξει από μόνο του.
Ο John Searle επισημαίνει πως οι θεωρίες του υλισμού επιχειρούν, χωρίς να το επιτυγχάνουν, να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα με όρους αποκλειστικά υλικούς και να παραγνωρίσουν ό,τι διαισθητικά αισθάνεται κάθε άνθρωπος ως υποκειμενική νοητική εμπειρία με το πλήθος των συναισθημάτων που αυτή ενέχει. Θεωρεί, ειδικότερα, λανθασμένη την άποψη των υλιστών πως δεν μπορεί να συμβιβαστεί η υλική διάσταση της πραγματικότητας με την συγκινησιακή, συναισθηματική και κατ' επέκταση άυλη διάσταση των συνειδησιακών καταστάσεων, όπως είναι οι ιδέες και τα συναισθήματα των ανθρώπων.
Η άποψη του φιλοσόφου βρίσκει επαρκή τεκμηρίωση στο γεγονός πως οι θεωρίες του υλισμού δεν παρέχουν μια ικανοποιητική εξήγηση για το πώς το πολυπληθές εύρος των ανθρώπινων συναισθημάτων, αλλά και ευρύτερες νοητικές διεργασίες προκύπτουν μονομερώς από την ύλη, χωρίς να εμπεριέχεται μια ψυχική διάσταση σε όλες αυτές τις πολύπλοκες συνειδησιακές καταστάσεις. Συναισθήματα, όπως η ελπίδα και η αγωνία, αλλά και αμιγώς υποκειμενικά βιώματα, όπως η διαίσθηση του ατόμου ή ο οραματισμός δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά σε ιδιότητες της ύλης.  

Αρχές Φιλοσοφίας: Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον (ασκήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχές Φιλοσοφίας: Άνθρωπος και φυσικό περιβάλλον (ασκήσεις σχολικού)
 
1. Θεωρείτε προϋπόθεση της οικολογικής ηθικής την αμφισβήτηση του ανθρωποκεντρικoύ κοσμοειδώλου και γιατί;
 
Θεωρώ πως η πλήρης αναθεώρηση του ανθρωποκεντρικού κοσμοειδώλου είναι απολύτως αναγκαία, προκειμένου να αποδοθεί στο φυσικό περιβάλλον και στα ζώα  ο απαιτούμενος σεβασμός. Όσο, άλλωστε, ο άνθρωπος συνεχίζει να αντιμετωπίζει καθετί γύρω του με βάση τις δικές του ανάγκες και το δικό του συμφέρον τόσο θα επιδεινώνεται η ήδη επιβαρυμένη κατάσταση του οικοσυστήματος. Χρειάζεται να αποδεχτούν οι άνθρωποι πως αποτελούν μέρος μόνο -κι όχι το σημαντικότερο- του συνολικού οικοσυστήματος, για να αλλάξουν στον απαιτούμενο βαθμό τη στάση τους απέναντι στη φύση. Ο μέχρι τώρα επιζήμιος ανθρωποκεντρισμός θα μπορούσε, πάντως, να λειτουργήσει υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος, αν παρουσιαστεί με τη δέουσα αποτελεσματικότητα το πόσο κινδυνεύει πλέον η ανθρώπινη παρουσία εξαιτίας του κλονισμού που έχει επέλθει στην οικολογική ισορροπία. Ίσως, κατ’ αυτό τον τρόπο, σκεπτόμενοι εγωκεντρικά -εκ νέου- οι άνθρωποι λαμβάναν τα αναγκαία μέτρα για να σώσουν πρωτίστως τον εαυτό τους.
Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, δεν υπάρχει δυνατότητα να διατηρηθεί για καιρό ακόμη η στάση εκμετάλλευσης και αδιαφορίας απέναντι στη φύση, χωρίς να κληθούν οι άνθρωποι να πληρώσουν βαρύτατο αντίτιμο για την αλαζονική συμπεριφορά τους απέναντι στο περιβάλλον και στα ζώα. 
 
2. Ποιοι ηθικοί περιορισμοί επιβάλλονται στους ανθρώπους από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι οι ίδιοι δεν αποτελούν παρά ένα μικρό τμήμα της βιόσφαιρας, που περιλαμβάνει επιπλέον μη ανθρώπινα όντα;
 
Η μέχρι τώρα πορεία του ανθρώπου ως «ιδιοκτήτη» της γης και του φυσικού περιβάλλοντος έχει προκαλέσει πλήθος σημαντικότατων προβλημάτων, όπως είναι ο οριστικός αφανισμός πολλών ειδών ζώων. Με την επεκτατική και απερίσκεπτα παρεμβατική του τάση έχει οικειοποιηθεί και έχει αλλοιώσει τον χώρο διαβίωσης και ανάπτυξης πολλών άλλων μορφών ζωής είτε πρόκειται για ζώα είτε για φυτά. Με τη συνειδητοποίηση -και την αποδοχή-, επομένως, του γεγονότος πως οι άνθρωποι δεν συνιστούν παρά ένα μικρό μόνο τμήμα της βιόσφαιρας τίθενται ουσιώδεις ηθικοί περιορισμοί στη δράση τους. Καλούνται, δηλαδή, οι άνθρωποι να μελετήσουν διεξοδικά το πώς η καθημερινή δραστηριότητά τους επηρεάζει τη ζωή των άλλων όντων της γης, ώστε να αλλάξουν ή ακόμη και να διακόψουν τις δράσεις εκείνες που έχουν επιβαρυντικό αντίκτυπο στην ομαλή λειτουργία του οικοσυστήματος.
Επί της ουσίας, βέβαια, αν οι άνθρωποι ήθελαν να περιορίσουν δραστικά τον αρνητικό αντίκτυπο των δραστηριοτήτων τους -ιδίως των οικονομικών- θα έπρεπε να αναθεωρήσουν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο «αξιοποιούν» τη φύση για να αποκομίσουν οικονομικά κέρδη, κάτι που μοιάζει δυσεπίτευκτο στο άμεσο μέλλον. Ως εκ τούτου, θα ήταν τουλάχιστον επωφελές να ξεκινήσουν από μικρότερης έκτασης αλλαγές, ώστε σταδιακά και σε βάθος χρόνου να είναι σε θέση να βελτιώσουν γενικότερα τον αντίκτυπο της ανθρώπινης παρουσίας και δράσης στη λειτουργία του οικοσυστήματος.   
 
3. Έστω ότι είστε οπαδός της “ρηχής” οικολογίας. Ποια είναι η θέση σας στο πρόβλημα των δικαιωμάτων των ζώων;
 
Η «ρηχή» οικολογία αποδέχεται πως προκειμένου να επιλυθεί το οικολογικό πρόβλημα είναι αναγκαίο να γίνουν διορθωτικές κινήσεις που θα επιτρέψουν μια πιο ήπια εκμετάλλευση του περιβάλλοντος. Μία από τις κινήσεις αυτές είναι η προστασία των ζώων, εφόσον συνιστούν αδιάσπαστο μέρος της οικολογικής αλυσίδας. Με δεδομένο, ωστόσο, το γεγονός πως η «ρηχή» οικολογία προβλέπει τη διατήρηση του ίδιου οικονομικού μοντέλου, που βασίζεται στη συνεχή οικονομική ανάπτυξη, γίνεται αντιληπτό πως τα δικαιώματα των ζώων δεν μπορούν να λάβουν κεντρική θέση, μιας και οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τη φύση -στο σύνολό της- ως αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Ως εκ τούτου, η προστασία των ζώων θα γίνεται υπό προϋποθέσεις και δεν θα αφορά όλα τα ζώα, καθώς ορισμένα από αυτά είναι στενά συνδεδεμένα είτε με τις οικονομικές δραστηριότητες των ανθρώπων είτε με τη διατροφή τους. Κάποια, επομένως, από τα ζώα θα συνεχίσουν να «θυσιάζονται» προς όφελος των ανθρώπων.  
 
4. Πρέπει, κατά τη γνώμη σας, μια οικοφεμινίστρια να συμμετέχει σε βίαιες ενέργειες για την προστασία του περιβάλλοντος; Αιτιολογήστε την άποψή σας.
 
Ο «οικοφεμινισμός» αναγνωρίζει ως πηγή του συνόλου των σύγχρονων προβλημάτων την «ανδρική» βίαιη, ανταγωνιστική και επιθετική στάση που έθεσε ως κύριο μέλημα την επικράτηση έναντι των «άλλων» είτε αυτοί ήταν οι άλλοι άνθρωποι είτε η ίδια η φύση σε όλο το πολυποίκιλο φάσμα της. Με δεδομένη, άρα, την επιθυμία ανατροπής αυτού του επιθετικού μοντέλου και την επικράτηση μιας ηπιότερης, πιο ευαίσθητης και πιο συνεργατικής προσέγγισης απέναντι στα επιμέρους ζητήματα, θα ήταν οξύμωρο μια οικοφεμινίστρια να καταφύγει σε βίαιες ενέργειες, εφόσον θα ακύρωνε την ιδεολογική βάση της όλης προσπάθειάς της.
 
5. Ένα παλιό οικολογικό σύνθημα λέει: “Τη γη δεν την κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας, τη δανειστήκαμε από τα παιδιά μας”. Ποιες ανησυχίες σχετικά με το περιβάλλον προβάλλει το σύνθημα αυτό;
 
Με το σύνθημα αυτό τονίζεται εμφατικά η ανάγκη διαφύλαξης του περιβάλλοντος, καθώς αυτό δεν υφίσταται για να καλύψει τις ανάγκες και να προσφέρει ζωή στην τρέχουσα μόνο γενιά, αλλά και σε όλες τις μεταγενέστερες. Αν κάθε γενιά αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως αποκλειστικά δική της κληρονομιά, αυτό ενέχει τον κίνδυνο μιας απερίσκεπτα υπερβολικής εκμετάλλευσής του με αποτέλεσμα να εξαντληθούν πολύτιμοι φυσικοί πόροι ή ακόμη χειρότερα με αποτέλεσμα τη μη αναστρέψιμη ζημίωση της οικολογικής ισορροπίας. Χρειάζεται, άρα, να έχει κάθε γενιά επίγνωση του γεγονότος πως οφείλει να αντιμετωπίζει με σεβασμό και σύνεση τη γη και το ευρύτερο φυσικό περιβάλλον, ώστε να είναι εφικτή η συνέχιση της ανθρώπινης ζωής σε αυτό. Αν οι άνθρωποι παρασυρθούν από την πλεονεξία τους και την ανάγκη μια ολοένα και εντονότερης οικονομικής ανάπτυξης, τότε η γη δεν θα είναι σε θέση να συντηρήσει τις επόμενες γενιές.
 
6. Ένας ορισμός που έχει προταθεί από οικολόγους για το τι είναι “σκουπίδι”, είναι ο παρακάτω: “Σκουπίδι είναι κάτι που βρίσκεται σε λάθος θέση”. Σχολιάστε τον, αφού πρώτα συμβουλευτείτε τους νόμους της οικολογίας του Μπάρυ Κόμονερ στο ακόλουθο απόσπασμα.
 
Απόσπασμα
Ο Μπάρυ Κόμονερ, στο βιβλίο του Ο κύκλος που κλείνει (εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, κεφ. 2), διατυπώνει τέσσερις νόμους της οικολογίας:
Α) Καθετί είναι στενά συνδεδεμένο με καθετί άλλο. (Τίποτε δηλαδή στη φύση δεν είναι ανεξάρτητο από όλα τα άλλα. Όλα βρίσκονται σε μια διαρκή δυναμική ισορροπία σε ένα τέλειο δίκτυο αλληλοσυνδέσεων.)
Β) Καθετί πρέπει κάπου να καταλήγει ή να αποσκοπεί. (Στη φύση δεν υπάρχουν άχρηστα πράγματα ή σκουπίδια. Το καθετί παίζει τον ρόλο του και κάπου συνεισφέρει.)
Γ) Η φύση γνωρίζει καλύτερα. (Οι φυσικές ισορροπίες είναι αποτέλεσμα χιλιάδων ή και εκατομμυρίων χρόνων πολυποίκιλων διαδικασιών. Ο άνθρωπος είναι προτιμότερο να προσαρμόζεται στις φυσικές διαδικασίες παρά να τις “διορθώνει”. Κάθε σημαντική επέμβαση του ανθρώπου σε ένα φυσικό σύστημα είναι συνήθως καταστροφική.)
Δ) Δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα. (Για κάθε κέρδος που έχουμε από την εκμετάλλευση της φύσης υπάρχουν και αρνητικές επιπτώσεις.)
 
Ενδεικτική απάντηση: Σε ό,τι αφορά τη φύση τίποτε δημιουργημένο από εκείνη δεν είναι περιττό και δεν θεωρείται «σκουπίδι», εφόσον καθετί επιτελεί έναν ορισμένο σκοπό. Ένας κορμός δέντρου, για παράδειγμα, αν αφεθεί να αποσυντεθεί στο φυσικό του χώρο θα λειτουργήσει ως λίπασμα για μια επόμενη σειρά φυτών. Αντιστοίχως, μια πέτρα τοποθετημένη στην κατάλληλη θέση θα καθοδηγήσει τη ροή του νερού προς την αναγκαία κατεύθυνση ή θα αποτελέσει χώρο προστασίας για κάποιο έντομο. Κάθε δημιούργημα της φύσης είναι εν γένει αξιοποιήσιμο από την ίδια και συμβάλλει σε κάποια μορφή ισορροπίας. Το ίδιο, ωστόσο, δεν ισχύει για τα όσα κατασκευάζει ο άνθρωπος, ιδίως όταν αυτά είναι κατασκευασμένα από υλικά που δεν διασπώνται και μπορούν, άρα, να ζημιώσουν με την παρουσία τους το οικοσύστημα. Υπ’ αυτή την έννοια, οι άνθρωποι οφείλουν να μιμούνται τη φύση και το σύστημα αέναης αξιοποίησης των δημιουργημάτων της. Οφείλουν, δηλαδή, να οδηγηθούν στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής κυκλικής οικονομίας, ώστε καθετί που παύει να έχει χρησιμότητα να ανακυκλώνεται και να μην «απορρίπτεται» ως σκουπίδι. Ένα μεταλλικό αντικείμενο, για παράδειγμα, μπορεί να θεωρηθεί «σκουπίδι» εάν εγκαταλειφθεί σε κάποια χωματερή, ενώ μπορεί να αποτελέσει πρώτη ύλη για κάτι νέο εάν ανακυκλωθεί.

Αρχές Φιλοσοφίας: Το πρόβλημα της προόδου (ασκήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Αρχές Φιλοσοφίας: Το πρόβλημα της προόδου (ασκήσεις σχολικού)
 
Απόσπασμα 1. «Πριν από πενήντα περίπου χρόνια οι σοφοί χρησιμοποιούσαν, για να αναπαραστήσουν την πρόοδο, εκφραστικά σχήματα θαυμαστής απλότητας: εποχή του λαξευτού λίθου, εποχή του χαλκού, του ορείχαλκου, του σιδήρου. Όλα αυτά ήταν πολύ εύκολα. [...] Η ανάπτυξη όμως των γνώσεών μας για την προϊστορία και την αρχαιολογία τείνει τώρα να εξαπλώσει μέσα στον τόπο μορφές πολιτισμών που τις φανταζόμαστε διαδοχικές στον χρόνο. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: πρώτα ότι η “πρόοδος” [...] δεν είναι ούτε απαραίτητη ούτε συνεχής. Προχωρεί με μικρά άλματα ή πηδήματα ή, όπως θα λέγανε οι βιολόγοι, με μεταλλάξεις. Αυτά τα άλματα και αυτά τα πηδήματα δε σημαίνουν ότι προχωρούμε πάντοτε στην ίδια κατεύθυνση. Υπάρχουν αλλαγές κατεύθυνσης, όπως τα άλογα στο σκάκι, που έχουν πολλούς δυνατούς δρόμους, αλλά ποτέ δεν προχωρούν προς την ίδια κατεύθυνση. Η ανθρωπότητα στην “πρόοδο” δε μοιάζει καθόλου μ’ έναν άνθρωπο που ανεβαίνει μια σκάλα, και που σε κάθε κίνησή του αυξάνει μ’ ένα βήμα τον αριθμό των σκαλοπατιών που έχει ν’ ανέβει. Θυμίζει περισσότερο τον παίκτη, που η τύχη του βρίσκεται ανάμεσα σε πολλά ζάρια και που, κάθε φορά που τα ρίχνει, τα βλέπει να σκορπίζονται επάνω στην τσόχα και να του προσφέρουν διάφορους συνδυασμούς. Αυτό που κερδίζει με μια ζαριά μπορεί να το χάσει στην επόμενη».
 
(Κλoντ Λεβί-Στρoς, Φυλές και ιστορία, μτφρ. Β. Ψαριανός, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1987, σ. 33-35)
 
1. Πώς αντιλαμβάνεστε την έννοια της προόδου με βάση το απόσπασμα 1;
 
Με βάση το κείμενο του Claude Lévi-Strauss γίνεται εμφανές πως η έννοια της προόδου δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνεχής εξελικτική πορεία προς μια καλύτερη και ανώτερη κάθε φόρα κατάσταση, καθώς κατά τη διάρκεια των χρόνων η πορεία των επιμέρους πολιτισμών ενδέχεται να αλλάζει άλλοτε προς κάτι καλύτερο και άλλοτε προς κάτι ποιοτικά κατώτερο. Το πέρασμα του χρόνου, δηλαδή, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη πως οι πολιτείες και οι πολιτισμοί βελτιώνονται συνεχώς, αφού οι «κινήσεις» τους γίνονται προς ποικίλες κατευθύνσεις. Μια κίνηση μπορεί να επιφέρει σημαντική ή και αιφνίδια άνοδο, μια άλλη κίνηση μπορεί να σηματοδοτήσει μια περίοδο στασιμότητας, ενώ μια άλλη επιλογή να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική οπισθοδρόμηση. Ο Lévi-Strauss, μάλιστα, παρατηρεί πως το ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η ανθρωπότητα κάθε φορά δεν είναι κάτι ελεγχόμενο από την ίδια, αφήνοντας να εννοηθεί πως το αν οι άνθρωποι θα οδηγηθούν σε κάτι καλύτερο ή όχι είναι συχνά αποτέλεσμα συγκυριών και καταστάσεων που προκύπτουν κατά τρόπο σχεδόν τυχαίο.
 
2. Νομίζετε ότι η έννοια της προόδου βρίσκει εφαρμογή στα πεδία της τέχνης, των εθίμων, των τελετουργιών και των συμβόλων; Αιτιολογήστε την απάντησή σας.
 
Η έννοια της προόδου δυνητικά διατρέχει κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας και σκέψης. Συναντά, ωστόσο, ουσιαστικές αντιστάσεις σε στοιχεία που οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ως μέρος της παράδοσής τους, καθώς θεωρούν πως οφείλουν να διαφυλάξουν τον χαρακτήρα των στοιχείων αυτών αναλλοίωτο για όσο περισσότερο καιρό μπορούν. Υπ’ αυτή την έννοια, τα έθιμα ενός λαού, όπως και συγκεκριμένες τελετουργίες σχετιζόμενες συνήθως με τη θρησκεία, δεν υπόκεινται εύκολα στις αλλαγές που επιφέρει η πρόοδος σε άλλους τομείς. Πρόκειται, όμως, για μια συνειδητή προσπάθεια των ίδιων των πολιτών μιας χώρας να διατηρήσουν την «αυθεντικότητα» αυτών των εθίμων και τελετουργιών ως σεβαστού μέρους της παράδοσής τους. Το ίδιο ισχύει και για τα σύμβολα ενός έθνους, εφόσον η διαμόρφωσή τους έχει ήδη γίνει σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους και, ως εκ τούτου, προφυλάσσονται ως κομμάτι της ιστορικής πορείας του κάθε επιμέρους λαού.
Η τέχνη ως μέσο έκφρασης όχι μόνο των διαχρονικών ανησυχιών των ατόμων, αλλά και συχνά των επίκαιρων και σύγχρονων προβληματισμών τους είναι περισσότερο ανοιχτή στις επιρροές της προόδου. Δεν είναι ασύνηθες, άλλωστε, να πειραματίζονται οι δημιουργοί με νέα υλικά κατασκευής ή με την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών για την παραγωγή των έργων τους, φανερώνοντας τη διάθεσή τους να εντάξουν στοιχεία της τρέχουσας προόδου στο έργο τους. Υπάρχουν, βέβαια, καλλιτέχνες που επιθυμούν τη διατήρηση της επαφής με την παράδοση, χωρίς αυτό να παρεμποδίσει τη δράση άλλων καλλιτεχνών που είναι πιο δεκτικοί στα κελεύσματα της εποχής τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο στη τέχνη μπορεί να συνυπάρχουν τόσο φανερώματα σύνδεσης με τις παραδοσιακές μορφές έκφρασης όσο και πιο καινοτόμες προσεγγίσεις.
 
Απόσπασμα 3. «Στις πρώτες κοινωνιολογικές θεωρίες οι αντιλήψεις περί “μεταβολής”, “εξέλιξης”, “ανάπτυξης” και “προόδου” είναι συχνά συγκεχυμένες ή συνδυάζονται σε μία και μόνη έννοια. [...] Η ιδέα της κοινωνικής εξέλιξης είναι παρμένη κατ’ ευθείαν από τις θεωρίες της βιολογικής εξέλιξης, που, κατά τον 19ο αιώνα, επέτειναν την επίδραση της φιλοσοφίας της ιστορίας στην κοινωνιολογία. Ο Σπένσερ […] προβάλλει την αναλογία μεταξύ της κοινωνικής και της οργανικής εξέλιξης.»
 
(Τ. Μπότομορ, Κοινωνιολογία, μτφρ. Δ. Τσαούσης, Αθήνα 1974, σ. 316)
 
Απόσπασμα 4. «Οι κοινωνίες, όπως και οι ζωντανοί οργανισμοί, ξεκινούν σαν σπέρματα - καταγόμενες από μάζες εξαιρετικά μικρές σε σύγκριση με τις μάζες στις οποίες καταλήγουν. Το ότι από μικρές περιπλανώμενες ορδές φθάσαμε σε μεγαλύτερες κοινωνίες είναι ένα συμπέρασμα που δεν αμφισβητείται. Τα εργαλεία των προϊστορικών λαών, πιο άτεχνα από αυτά που χρησιμοποιούν σημερινοί πρωτόγονοι, δείχνουν την απουσία τεχνών, οι οποίες έγιναν δυνατές μόνο σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ανθρώπων. Θρησκευτικές τελετές που επιβίωσαν σε αρχαίους ιστορικούς λαούς μάς δείχνουν μια παλαιότερη εποχή, κατά την οποία οι πρόγονοι αυτών των λαών είχαν πέτρινα μαχαίρια, άναβαν τη φωτιά τρίβοντας μεταξύ τους κομμάτια από ξύλο και πρέπει να ζούσαν σε μικρές ομάδες που ήταν δυνατές μόνο πριν από την εμφάνιση της καλλιέργειας της γης. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μέσα από έμμεσες ή άμεσες ενσωματώσεις, σχηματίστηκαν κοινωνικά σύνολα εκατομμύρια φορές μεγαλύτερα σε μέγεθος από αυτά που υπήρχαν στο απώτατο παρελθόν. Αυτή η ανάπτυξη μας θυμίζει την ανάπτυξη που έχουμε στην εξέλιξη των ζωντανών οργανισμών. Ανάμεσα σ’ αυτή την τάση της οργανικής εξέλιξης και στην αντίστοιχη τάση της υπεροργανικής (κοινωνικής) εξέλιξης υπάρχει ένας ακόμα παραλληλισμός: οι αυξήσεις σε αθροίσματα διαφορετικών τάξεων είναι εξαιρετικά ποικίλες».
 
(Herbert Spencer, “The Principles of Sociology”, τόμ. Ι, 1876, στο S. Andreski (ed.), Herbert Spencer, London 1971, σ. 126-127)
 
3. Ποια νομίζετε ότι είναι τα μειονεκτήματα της θέσης του Σπένσερ (απόσπασμα 3) που συσχετίζει τη βιολογική με την κοινωνική εξέλιξη;
 
Ο συσχετισμός της βιολογικής με την κοινωνική εξέλιξη, αν και δεν είναι εντελώς αβάσιμος, εφόσον υπάρχουν πράγματι ορισμένες ομοιότητες, δεν λαμβάνει υπόψη του βασικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φαινόμενα. Η βιολογική εξέλιξη αποσκοπεί στη διαμόρφωση νεότερων ειδών με αυξημένες ικανότητες επιβίωσης και προσαρμογής στο εκάστοτε περιβάλλον διαβίωσης. Ξεκινούν, όντως, τα διάφορα είδη από μικρότερους και απλούστερους οργανισμούς, για να καταλήξουν σε μεγαλύτερους και πιο σύνθετους, αλλά χωρίς να αξιολογείται η εξέλιξή τους με βάση κάποιο ηθικό κριτήριο. Ένα σαρκοβόρο ζώο, έστω κι αν βιολογικά παρουσιάζει σημαντική εξέλιξη και πρόοδο από τον αρχικό πυρήνα της γένεσής του, δεν έχει ηθικές ποιότητες, εφόσον η φύση εν γένει δεν λειτουργεί με βάση την ηθική, μιας και στόχος της είναι η επιβίωση και η πληθυσμιακή αύξηση κάθε έμβιου όντος. Η απουσία ηθικών αξιών σε ένα σαρκοβόρο ζώο, που σκοτώνει για να επιβιώσει, δεν αφαιρεί τίποτε από το βιολογικό επίτευγμα της εξέλιξης και της ανάπτυξής του. Σε ό,τι αφορά, ωστόσο, την κοινωνική εξέλιξη η ύπαρξη ή η απουσία ηθικών αξιών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο προκειμένου να θεωρηθεί η εξέλιξή τους ορθή και επιτυχής ή απότοκο παρακμής.
Μια κοινωνία, όπως και ένας ζωντανός οργανισμός, ακολουθεί μια εξελικτική πορεία που την οδηγεί από ένα μικρότερο και ομοιογενές σύνολο ανθρώπων σε μια πολυπληθέστερη, συνθετότερη και ανομοιογενή σύνθεση ανθρώπινων συνόλων, αλλά η εξέλιξη αυτή δεν επαρκεί από μόνη της, προκειμένου να θεωρεί η ανάπτυξη αυτής της κοινωνίας επιτυχής και δείγμα προόδου. Αν η κοινωνία αυτή αξιοποιεί τις δυνατότητες των επιμέρους μελών της, για να προωθεί μια επεκτατική, καταστροφική και απάνθρωπη πολιτική, δεν μπορεί να έχει την αξίωση να θεωρηθεί φορέας προόδου. Προκύπτει, έτσι, στην κοινωνική εξέλιξη το φαινομενικά οξύμωρο σχήμα η ανάπτυξη μιας κοινωνίας να συνιστά οπισθοδρόμηση στην πορεία προόδου της ανθρωπότητας -αντί να εκλαμβάνεται ως βήμα ανάπτυξης- αν η κοινωνία αυτή έχει έλλειμα ηθικής ποιότητας. Δεν μπορεί, δηλαδή, να θεωρηθεί πραγματική πρόοδος η δημιουργία φονικότερων όπλων, έστω κι αν αυτά είναι τεχνολογικώς εξελιγμένα, εφόσον είναι δηλωτικά φιλοπόλεμης διάθεσης.
Η κοινωνική εξέλιξη, άρα, διαφέρει ουσιωδώς από τη βιολογική, διότι στην κοινωνική εξέλιξη βασικό κριτήριο για να εκληφθεί αυτή ως ενδεικτική προόδου είναι το να παρουσιάζει εμφανή ίχνη ηθικής βελτίωσης των πολιτών της και εδραίωσης ανώτερων αξιών και ηθικών αρχών. Σε αντίθεση, δηλαδή, με τη βιολογική εξέλιξη, η οποία έχει διαφορετικές στοχεύσεις, η κοινωνική εξέλιξη οφείλει να επιδιώκει την ηθική τελείωση των πολιτών της, διαφορετικά δεν εκλαμβάνεται ως πρόοδος, όσα τεχνολογικά ή άλλα επιτεύγματα κι αν παρουσιάσει.
 
4. Νομίζετε ότι η οικονομική και η επιστημονική ανάπτυξη βοηθά στον περιορισμό του πολέμου ή αντίθετα ευνοεί πολεμικές συγκρούσεις;
 
Τόσο η επιστημονική ανάπτυξη όσο και η οικονομική μπορούν να αποτελέσουν λόγο περιορισμού των πολέμων, αν οι άνθρωποι αντιληφθούν πως θέτουν σε κίνδυνο τα οικονομικά τους επιτεύγματα για ένα τελικό αποτέλεσμα που πιθανώς δεν προσθέτει κάτι στην ευημερία τους. Η συνειδητοποίηση αυτή, βέβαια, προϋποθέτει την ύπαρξη ικανών ηθικών αντιστάσεων απέναντι στην απληστία και την επεκτατική διάθεση. Από την άλλη, η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται συχνά μέσω της εκμετάλλευσης άλλων περιοχών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανισότητας και αισθήματος αδικίας, ενώ η επιστημονική ανάπτυξη ενδέχεται να τίθεται στην υπηρεσία του πολέμου, προκειμένου να δημιουργηθούν πιο αποτελεσματικά οπλικά συστήματα. Σε αυτή την περίπτωση, η ανάπτυξη στους κρίσιμους αυτούς τομείς είναι πολύ πιθανό να ευνοήσει τις πολεμικές συγκρούσεις, καθώς το ανεπτυγμένο κράτος ενδέχεται να θεωρεί πως είναι σε θέση να ελέγξει περιοχές και κοινωνίες λιγότερο ανεπτυγμένες.  
Το αν, επομένως, η ανάπτυξη θα λειτουργήσει ως παράγοντας περιορισμού του πολέμου ή αντίθετα ως αίτιο για την περαιτέρω καταφυγή σε αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο η κοινωνία που βιώνει την ανάπτυξη έχει παράλληλα επιτύχει επαρκή ηθική βελτίωση των μελών της. Μια κοινωνία με ισχυρό πλαίσιο ηθικών αξιών ή έστω με επαρκή κατανόηση των μακροπρόθεσμων συνεπειών ενός πολέμου θα τον απέφευγε. Μια κοινωνία, όμως, στην οποία η οικονομική ανάπτυξη γεννά την επιθυμία για ακόμη περισσότερα κέρδη είναι πιθανό να είναι πιο επιρρεπείς στις πολεμικές συγκρούσεις.

Αρχές Φιλοσοφίας: Πολιτισμός και Πολιτισμοί (ασκήσεις σχολικού)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχές Φιλοσοφίας: Πολιτισμός και Πολιτισμοί (ασκήσεις σχολικού)
 
«Όσο περισσότερο προσπαθούμε να επιβάλουμε διαχωριστικά όρια ανάμεσα στους πολιτισμούς και τα έθιμα, τόσο περισσότερο ταυτιζόμαστε με τα έθιμα που προσπαθούμε να αρνηθούμε. Όταν αποκλείουμε την ανθρωπότητα για όσους μας φαίνονται ότι είναι οι πιο “βάρβαροι”, οι πιο “άγριοι” μέσα σ’ αυτήν, το μόνο που κατορθώνουμε είναι να μιμούμαστε έναν χαρακτηριστικό τρόπο συμπεριφοράς αυτών των “αγρίων”. Βάρβαρος είναι πριν απ’ όλα αυτός που πιστεύει στη βαρβαρότητα».
 
Κλoντ Λεβί-Στρoς, Φυλές και ιστορία, μτφρ. Β. Ψαριανός, εκδ. Μπάυρον, Αθήνα 1987, σ. 21.
 
1. Αν και το παραπάνω κείμενο καταφέρεται εναντίον της διάκρισης πολιτισμένων και βαρβάρων, δεν υποδηλώνει άραγε μια διάκριση ανάμεσα σε “βαρβάρους” (που πιστεύουν στη “βαρβαρότητα”) και σε “ πολιτισμένους” (που δεν πιστεύουν σ’ αυτήν);
 
Πρόθεση του Claude Lévi-Strauss είναι να τονίσει το γεγονός πως κάθε πολιτισμός έχει τη δική του αυτόνομη ταυτότητα και πως δεν υπάρχουν επί της ουσίας ευγενείς πολιτισμοί και «βάρβαροι» πολιτισμοί, έστω κι αν ορισμένα έθιμα κάποιων πολιτισμών ενδέχεται να δημιουργούν αρνητική εντύπωση σε άλλους. Κάθε στοιχείο ενός πολιτισμού είναι απότοκο της ιδιαίτερης πορείας που έχει ακολουθήσει ένας λαός και πηγάζει από την εσωτερική του οργάνωση. Υπ’ αυτή την έννοια, το να αξιολογείται από μέλη άλλης πολιτισμικής παράδοσης ως «άγριος» κάποιος πολιτισμός -ή στοιχεία αυτού- υποδεικνύει πρωτίστως απροθυμία κατανόησης και σεβασμού απέναντι στο πολυποίκιλο των ανθρώπινων πολιτισμών. Ο συγγραφέας, επομένως, δεν επιθυμεί να δημιουργήσει μια νέα διάκριση για να θεραπεύσει μια άλλη∙ αξιοποιεί ειρωνικά τον όρο «βάρβαρος», για να δηλώσει πως δεν υπάρχουν βάρβαρες πτυχές σε κανέναν πολιτισμό, υπάρχουν μόνο πολύ αυστηροί κριτές, οι οποίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να αποδεχτούν τη διαφορετικότητα και στέκουν επικριτικά σε ό,τι φανερώνει έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης από τον δικό τους.
Πέρα, βέβαια, από το θεωρητικό και βαθιά ανθρωπιστικό πλαίσιο σκέψης του διανοητή, χρειάζεται να διευκρινιστεί πως υπάρχουν πράγματι ορισμένα έθιμα που μοιάζουν εντελώς αδιανόητα στη σύγχρονη εποχή, γι’ αυτό και καταδικάζονται από τους πολίτες του δυτικού κόσμου. Η επιλογή, για παράδειγμα, κάποιων λαών να λιθοβολούν μια γυναίκα που έχει μοιχεύσει, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή έξω από τα όρια των δικών τους κρατών, εφόσον παραβιάζει καταφανώς τα ανθρώπινα δικαιώματα και συνιστά μια «άγρια» μορφή δολοφονίας. Ένα τέτοιο έθιμο προφανώς προκαλεί απορία, αγανάκτηση ή αποτροπιασμό και, προφανώς, δεν είναι επιτρεπτό σε χώρες του δυτικού κόσμου. Το μόνο, όμως, που μπορεί να γίνει σε μια τέτοια περίπτωση είναι να εμπιστευτούμε τη διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ των λαών, ώστε να γίνει σταδιακά αντιληπτή η παρωχημένη αγριότητα αυτού -ή παρόμοιων εθίμων- και να οδηγηθούν, έτσι, οι λαοί που το εφαρμόζουν στην εγκατάλειψή του.
 
2. Να σχολιάσετε τη φράση: «Δεν υπάρχουν ποιοτικά ανώτεροι και ποιοτικά κατώτεροι πολιτισμοί. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί πολιτισμοί, ο καθένας από τους οποίους είναι μια ξεχωριστή κατάθεση στην πανανθρώπινη πολιτισμική προσπάθεια».
 
Η σύγχρονη τάση θέασης των επιμέρους πολιτισμών τείνει να αποφεύγει τις αξιολογικές κρίσεις και την «κατάταξη» των πολιτισμών, ώστε να αποφεύγεται η διαμόρφωση επιζήμιων αντιλήψεων περί ανωτερότητας και κατωτερότητας. Ως εκ τούτου, κάθε πολιτισμός γίνεται αντιληπτός ως έκφανση της ιστορικής διαδρομής ενός λαού, των ξεχωριστών συνθηκών που αυτός βίωσε και του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε η έκφρασή του (πνευματική, υλική, γλωσσική). Οι πολιτισμοί, υπ’ αυτό το πρίσμα, δεν αξιολογούνται ως ανώτεροι ή κατώτεροι, αλλά ως διαφορετικοί μεταξύ τους.  
Αν, ωστόσο, αντικρίσουμε τους επιμέρους πολιτισμούς με τη δέουσα αποστασιοποίηση μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένες ποιοτικές διαφορές μεταξύ τους, όπως είναι η χρονική τους διάρκεια, το μέγεθος της πνευματικής τους παραγωγής, η επίδραση που άσκησαν σε άλλους πολιτισμούς, τα υλικά δημιουργήματά τους κ.ά., μέσω των οποίων μπορεί να γίνει μια διάκριση μεταξύ τους, όχι με αξιολογική διάθεση, αναγκαία όμως για να κριθεί ιστορικά ο αντίκτυπός τους.
Σε ό,τι αφορά, βέβαια, την αντίληψη των πολιτών -όχι των επιστημόνων- για τους άλλους πολιτισμούς είναι απαραίτητη η ένδειξη σεβασμού, η κατανόηση της μοναδικότητάς τους, καθώς και η επίγνωση πως στο πλαίσιο των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των πολιτισμών είναι αναπόφευκτες και πως, εκ των πραγμάτων, με το πέρασμα του χρόνου θα διακριθούν και θα επικρατήσουν οι καλύτερες πτυχές των διαφόρων πολιτισμών μέσω μιας διαδικασίας συγκρητισμού.
 
3. Έστω ότι είστε υπουργός Παιδείας σε μια πολυπολιτισμική χώρα. Πώς θα διαμορφώνατε το πρόγραμμα σπουδών των σχολείων και ειδικότερα στα μαθήματα της ιστορίας, της γλώσσας, της λογοτεχνίας και των θρησκευτικών;
 
Μια αναγκαία παράμετρος για την ορθή λειτουργία μας πολυπολιτισμικής χώρας είναι η αίσθηση όλων των πολιτών πως ο δικός τους πολιτισμός, η δική τους παράδοση και η δική τους θρησκεία γίνονται αποδεκτά και πως δεν παραγνωρίζεται η αξία τους. Με δεδομένο, μάλιστα, το γεγονός πως στόχος τόσο της εκπαιδευτικής διαδικασίας όσο και του μαθήματος των θρησκευτικών και της λογοτεχνίας είναι να αναδειχθούν και να μεταλαμπαδευτούν οι αξίες του ανθρωπισμού, της αλληλοκατανόησης και του σεβασμού προς όλους, θα αξιοποιούσα με τρόπο συμπεριληπτικό στοιχεία από τους πληθυσμιακά πλειοψηφικούς λαούς στα περισσότερα μαθήματα. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το μάθημα της ιστορίας, μέσω του οποίου αναδεικνύεται όχι μόνο η πορεία των επιμέρους λαών, αλλά και οι ατυχείς επιλογές τους -όπως, πρωτίστως, είναι οι αναίτιες πολεμικές συγκρούσεις και οι επεκτατικές πολιτικές-, θα ήταν εφικτό να αναγνωριστούν σημεία επαφής στην ιστορική διαδρομή των διαφόρων εθνοτήτων, να τονιστούν οι αλληλεπιδράσεις και να στηλιτευτούν οι πιθανές ακρότητές τους. Στο μάθημα της λογοτεχνίας, από την άλλη, μιας και ο λογοτεχνικός κώδικας έχει τη δική του χωριστή ταυτότητα, θα διαμόρφωνα σχολικά εγχειρίδια στα οποία θα υπήρχαν επιλογές κειμένων από διάφορες εθνότητες, ώστε να γίνει αντιληπτή η κοινότητα στα βασικά θέματα που απασχολούν διαχρονικά τους ανθρώπους. Στο μάθημα των θρησκευτικών θα φρόντιζα να τονίζονται τα κοινά μηνύματα των επιμέρους θρησκειών, ώστε να διαφανεί πως τα όσα τις ενώνουν είναι περισσότερα από όσα πιθανώς τις διαχωρίζουν. Το μάθημα της γλώσσας, από την άλλη, έχει διαφορετική προσέγγιση ανάλογα με το αν υπάρχει στη χώρα μια κυρίαρχη γλώσσα ή όχι. Αν κυρίαρχος γλωσσικός κώδικας ήταν αυτός της πολυπληθέστερης ομάδας, θα έδινα έμφαση στη διδασκαλία της γλώσσας αυτής, εντάσσοντας, ωστόσο, και ολιγόωρα μαθήματα για κάποιες από τις γλώσσες που επίσης έχουν πολλούς ομιλητές.  
 
4. Θα προτιμούσατε ή όχι να φοιτούσατε σε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο με παιδιά διαφόρων εθνικοτήτων; Αιτιολογήστε την απάντησή σας.
 
Η φοίτηση σε ένα μη πολυπολιτισμικό σχολείο, ιδίως αν κάποιος ζει σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, δημιουργεί μια ελλιπή και στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας, εφόσον οι μόνες επιρροές σε αυτό είναι από ομοεθνείς, τη στιγμή που έξω από τα όρια του σχολείου ζουν και εργάζονται πολίτες από πολλές εθνότητες. Ως εκ τούτου, προσωπικά, θα προτιμούσα να φοιτήσω σε ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, ώστε, πέρα από την πρόσληψη γνώσεων του επίσημου προγράμματος σπουδών, να έχω την ευκαιρία να συναναστραφώ και να γνωρίσω άτομα με διαφορετικό πολιτισμικό περιβάλλον και με διαφορετικά βιώματα. Θεωρώ πως μέσα από αυτή τη συναναστροφή θα είχα την ευκαιρία να εξοικειωθώ ευκολότερα με άτομα διαφορετικής νοοτροπίας, να γνωρίσω στοιχεία του πολιτισμού τους και να οδηγηθώ σε μια πληρέστερη κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι, κατά τη γνώμη μου, σημαντικό να δίνεται στους μαθητές από νωρίς η δυνατότητα της συνύπαρξης με παιδιά άλλων πολιτισμών, ώστε να μην αποτελούν οι «άλλοι» κάτι το τελείως «ξένο». Μέσα από τη συνύπαρξη αυτή διαμορφώνονται σχέσεις οικειότητας, γίνεται αντιληπτό πως οι «άλλοι» δεν διαφοροποιούνται πάρα πολύ και πως, εν τέλει, οι ομοιότητες και τα σημεία επαφής υπερέχουν πάντοτε.
 
5. Νομίζετε ότι η γνώση της ιστορίας μάς βοηθά να αποφεύγουμε τα λάθη του παρελθόντος ή μήπως δε μας βοηθά καθόλου, αλλά συνεχίζουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη;
 
Σε μια ιδεατή προσέγγιση των πραγμάτων η καλή γνώση και κατανόηση της ιστορικής μας πορείας θα αποτελούσε ένα πολύτιμο εργαλείο προκειμένου να επιτυγχάνεται η αποφυγή των ίδιων λαθών. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η επαναφορά παρόμοιων συγκυριών οδηγεί συχνά στην εκ νέου βίωση παρόμοιων καταστάσεων. Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τις επανερχόμενες περιόδους οικονομικής κρίσης, ακόμη κι αν έχουμε γνώση των όσων συνέβησαν στο παρελθόν αυτό δεν σημαίνει πως μπορούμε να αποφύγουμε μια νέα ανάλογη κρίση. Μπορούμε, ωστόσο, να τη διαχειριστούμε με έναν πιθανά πιο αποτελεσματικό τρόπο. Αντιστοίχως, αν λάβουμε υπόψη τη διαχρονική ένταση μεταξύ γειτονικών κρατών, η γνώση του ιστορικού παρελθόντος μπορεί να αποτελέσει έναυσμα για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε ειρηνικές μεθόδους επίλυσης των μεταξύ τους προβλημάτων, αλλά -ατυχώς- δεν μπορεί να αποκλείσει τελείως την ατυχή επιλογή μιας νέας σύγκρουσης, έστω κι αν είναι γνωστό και στους δύο λαούς το πόσο ακριβά πλήρωσαν τις παλαιότερες αναμετρήσεις τους.
Το πώς λειτουργεί ένας λαός, άλλωστε, είναι διαφορετικό από το πώς λειτουργεί ένα μεμονωμένο άτομο σε σχέση με το παρελθόν του. Αν, δηλαδή, για έναν άνθρωπο είναι εφικτό να αποφύγει λάθη του παρελθόντος στο πεπερασμένο πλαίσιο της ζωής του, δεν ισχύει το ίδιο για τη μακρά πορεία ενός έθνους. Η αποφυγή, για παράδειγμα, των πολεμικών συγκρούσεων μοιάζει προφανώς με ένα αναγκαίο μάθημα, αλλά δεν αποτελεί εξέλιξη που εξαρτάται αποκλειστικά από ένα συγκεκριμένο έθνος/κράτος, εφόσον ενδέχεται να οδηγηθεί αναπόφευκτα σε αυτή την επιλογή από τις επιθετικές κινήσεις άλλων κρατών.  

Αρχές Φιλοσοφίας: Η καθολική σημασία της ποίησης και ο καθαρτικός χαρακτήρας της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dina Belenko 

 
Αρχές Φιλοσοφίας: Η καθολική σημασία της ποίησης και ο καθαρτικός χαρακτήρας της τραγωδίας κατά τον Αριστοτέλη
 
1. Σε τι διαφοροποιείται ο Αριστοτέλης από τον Πλάτωνα στο θέµα του τρόπου αντιµετώπισης της τέχνης;
 
Η ικανότητα του καλλιτέχνη να «μιμείται» την πραγματικότητα προκαλεί ανησυχία σε κάποιους φιλοσόφους, όπως στον Πλάτωνα, οι οποίοι πιστεύουν ότι η μίμηση αυτή, με την έμφαση που δίνει στην επιφανειακή εικόνα των πραγμάτων, μπορεί να εξαπατήσει τους ανθρώπους ή να προβάλει ως αισθητικά πρότυπα ήρωες με πάθη και ηθικές αδυναμίες (όπως, π.χ., στα έπη και σε ορισμένες τραγωδίες). Ο Πλάτωνας εστιάζει στα αρνητικά πρότυπα που προβάλλονται μέσα από ορισμένα ποιητικά έργα τέχνης και ανησυχεί για τον αντίκτυπο που θα έχουν αυτά στους πολίτες. Μια εύλογη ανησυχία, η οποία διατηρεί ακόμη και σήμερα την ισχύ της, εφόσον πολλοί είναι εκείνοι που έχουν διαπιστώσει τη διάδοση αρνητικών προτύπων μέσα από κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές.
Ο Αριστοτέλης, αντιθέτως, δίνει μεγαλύτερη σημασία στα θετικά πρότυπα που προβάλλονται μέσα από τα αξιόλογα ποιητικά έργα, όπως είναι αυτά του Ομήρου και του Σοφοκλή. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη οι σημαντικοί δημιουργοί παρουσιάζουν τους ανθρώπους καλύτερους απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα και προσφέρουν, έτσι, θετικά προς μίμηση πρότυπα. Η εκτίμηση του Αριστοτέλη για τη μίμηση εκφράζεται ως εξής (Περί Ποιητικής, 1448b5-6): «Η μίμηση είναι σύμφυτη στους ανθρώπους ήδη από την παιδική ηλικία, και κατά τούτο υπερέχουν των άλλων ζώων. Διότι ο άνθρωπος είναι μιμητικότατο ον και αποκτά τις πρώτες μαθήσεις μέσω μίμησης. Σύμφυτο είναι και το ότι όλοι χαιρόμαστε για τα μιμήματα». Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει, άρα, τον παιδαγωγικό ρόλο της τέχνης, εφόσον μέσω αυτής οι άνθρωποι κατανοούν καλύτερα την κοινωνική τους πραγματικότητα και, συνάμα, μαθαίνουν να μιμούνται και να υιοθετούν ηθικούς τρόπους συμπεριφοράς. Το γεγονός, άλλωστε, ότι η διαδικασία της μίμησης -ιδίως για τα άτομα νεότερης ηλικίας- είναι σύμφυτη στους ανθρώπους επιτρέπει στην τέχνη να προσφέρει ουσιαστικά μαθήματα και να καταστήσει τους πολίτες πιο ηθικούς και ενάρετους.
 
2. Πώς ορίζει την τραγωδία ο Αριστοτέλης; Να εξηγήσετε µε δικά σας λόγια αυτό τον ορισµό.
 
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του (1448b-24 κ.ε) δίνει τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας: στιν ον τραγδία μίμησις πράξεως σπουδαίας κα τελείας, μέγεθος χούσης, δυσμέν λόγ, χωρς κάστ τν εδν ν τος μορίοις, δρώντων κα ο δι’ παγγελίας, δι’ λέου κα φόβου περαίνουσα τν τν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.
 
Σύμφωνα με τον ορισμό, η τραγωδία είναι απομίμηση μιας σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης· είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας, όχι όμως πιστή και δουλική αλλά ελεύθερη και δημιουργική, με τάση εξιδανίκευσης. Ο χαρακτηρισμός τελεία δηλώνει πως η υπόθεση της τραγωδίας έχει αρχή, μέση και τέλος, ενώ το μέγεθός της έχει τέτοια έκταση, ώστε να μπορεί ο θεατής να έχει πλήρη εποπτεία, σαφή αντίληψη και του συνόλου του έργου και των επιμέρους. Εξάλλου η μίμηση γίνεται με λόγο δυσμένο, που έχει δηλαδή ρυθμό, αρμονία και μελωδία· όμως αυτά τα στοιχεία δε διασκορπίζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τραγωδίας είναι η δράση. Οι υποκριτές δεν απαγγέλλουν απλώς, αλλά μιμούνται τους ήρωες του έργου τους οποίους υποδύονται. Όπως ερμηνεύει εύστοχα ο T.S. Eliot, «πίσω από τον τραγικό λόγο βρίσκεται η δραματική ενέργεια, η χροιά της φωνής, το ανασηκωμένο χέρι ή ο τεντωμένος μυς, και η ιδιαίτερη συγκίνηση».
Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή, μέσα από τον λεο και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια), αποτελούν την οκεία, τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι’ αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι.
 
3. Να βρείτε στο Περί Ποιητικής του Αριστοτέλη την εξήγηση του ορισµού της τραγωδίας από τον ίδιο και να την παρουσιάσετε.
 
Η τραγωδία λοιπόν είναι μίμηση πράξεως σοβαρής και αξιόλογης, πράξεως ολοκληρωμένης, που έχει και κάποιο μέγεθος. Ο λόγος της τραγωδίας είναι λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα «καρυκεύματα που τον νοστιμίζουν»· το κάθε, πάντως, είδος αυτών των «καρυκευμάτων» χρησιμοποιείται χωριστά στα διάφορα μέρη της. Η μίμηση δεν γίνεται στην τραγωδία με απαγγελία, αλλά με το να παρουσιάζονται οι άνθρωποι που είναι το αντικείμενο της μίμησης σαν να δρουν οι ίδιοι. Διεγείροντας τα ψυχικά πάθη της συμπόνιας και του φόβου η τραγωδία φέρει εις πέρας την κάθαρση των τάδε συγκεκριμένων πράξεων-παθημάτων. Όταν λέω «λόγος εμπλουτισμένος με διάφορα καρυκεύματα που τον νοστιμίζουν», εννοώ τον λόγο που έχει ρυθμό, αρμονία και μέλος. Και όταν, πάλι, λέω «με τα διάφορα είδη καρυκευμάτων να χρησιμοποιούνται χωριστά», εννοώ ότι κάποια μέρη της διεκπεραιώνονται μόνο με έμμετρους στίχους, ενώ κάποια άλλα με λόγο συνοδευμένο από μουσική.
Επειδή, τώρα, τη μίμηση την κάνουν με δράση, υποχρεωτικά ένα πρώτο μέρος της τραγωδίας θα είναι τα στοιχεία της παράστασης που ικανοποιούν το μάτι· ύστερα έρχεται η μουσική και το ύφος του λόγου: αυτά είναι τα μέσα με τα οποία κάνουν τη μίμηση. Με το «ύφος του λόγου» δεν εννοώ παρά τη σύνθεση των λέξεων στους στίχους, ενώ με τη «μουσική» εννοώ αυτό που η λέξη δηλώνει φανερά ολοφάνερα. Δεδομένου, τώρα, ότι πρόκειται για μίμηση πράξεως, και δεδομένου ότι η πράξη πράττεται από κάποιους πράττοντες, που πρέπει υποχρεωτικά να έχουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες από την πλευρά του χαρακτήρα και της διανοητικής τους ικανότητας (γιατί από αυτές τις ιδιότητες [1450a] ξεκινώντας λέμε ότι και οι πράξεις έχουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες), είναι φυσικό να είναι δύο τα αίτια των πράξεων, η σκέψη και ο χαρακτήρας, και κατά συνέπειαν με αυτές τις πράξεις τους οι άνθρωποι πετυχαίνουν ή αποτυχαίνουν στη ζωή τους. Η μίμηση της πράξεως είναι ο μύθος. Λέγοντας, δηλαδή, εδώ μύθο εννοώ τη σύνθεση των διάφορων επιμέρους γεγονότων. Λέγοντας ήθος εννοώ αυτό που μας κάνει να λέμε ότι οι πράττοντες έχουν κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες. Λέγοντας, πάλι, διάνοια εννοώ αυτά που λένε για να υποστηρίξουν αποδεικτικά κάτι ή για να διατυπώσουν μια γενική και καθολική γνωμική απόφανση.
Υποχρεωτικά λοιπόν τα μέρη κάθε τραγωδίας είναι έξι, και από αυτά προσδιορίζεται το τι λογής θα είναι γενικά η κάθε τραγωδία. Αυτά είναι: ο μύθος, το ήθος, το ύφος του λόγου, η διάνοια, τα θεαματικά στοιχεία της παράστασης και το μουσικό στοιχείο. Δύο από τα μέρη αυτά αποτελούν τα μέσα με τα οποία γίνεται η μίμηση, ένα τους αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η μίμηση, και τα άλλα τρία είναι τα αντικείμενα της μίμησης. Πέρα από αυτά δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Όχι λίγοι ποιητές χρησιμοποιούν, στην πράξη, όλα αυτά τα είδη, αφού κάθε τραγικό ποίημα έχει, παρόμοια, και όψιν και ήθος και μύθον και λέξιν και μέλος και διάνοιαν. Το σημαντικότερο όμως από όλα αυτά είναι η πλοκή των γεγονότων· γιατί η τραγωδία είναι μίμηση όχι ανθρώπων αλλά πράξεων και ζωής, ευτυχίας και δυστυχίας. Η ευτυχία και η δυστυχία των ανθρώπων βρίσκονται σε απόλυτη σχέση προς την πράξη, και ο στόχος είναι, βέβαια, μια πράξη, όχι μια ιδιότητα. Από την άποψη του χαρακτήρα οι άνθρωποι είναι τέτοιας ή τέτοιας λογής, ευτυχείς όμως ή το αντίθετο είναι από τις πράξεις τους. Αυτοί λοιπόν που κάνουν τη μίμηση μιας πράξεως δεν την κάνουν για να μιμηθούν τους χαρακτήρες, αλλά συμπεριλαμβάνουν και τους χαρακτήρες για χάρη των πράξεων. Συμπέρασμα: Τα γεγονότα και ο μύθος είναι ο τελικός στόχος της τραγωδίας, και φυσικά αυτός είναι το πιο σημαντικό από όλα. Επίσης: Χωρίς πράξη δεν μπορεί να γίνει τραγωδία, ενώ χωρίς χαρακτήρες μπορεί. […] Επίσης: Εάν κανείς βάλει τη μια μετά την άλλη διάφορες ομιλίες των ηρώων μιμητικές χαρακτήρων, δεν θα επιτελέσει αυτό που είπαμε ότι είναι το έργο της τραγωδίας, έστω και αν οι ομιλίες είναι καλοδουλεμένες από την άποψη του ύφους και των σκέψεων· αντίθετα, θα το επιτελέσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η τραγωδία που, έστω και αν είναι κατώτερη ως προς αυτές τις απόψεις, έχει μύθο και πλοκή των γεγονότων. Πέρα από αυτά: Τα πιο σπουδαία από τα μέσα με τα οποία η τραγωδία συγκινεί την ψυχή είναι μέρη του μύθου· εννοώ τις περιπέτειες και τις αναγνωρίσεις. Μια επιπλέον απόδειξη είναι το ότι οι αρχάριοι, στην προσπάθεια να γράψουν τραγωδίες, πετυχαίνουν μεγαλύτερη ακρίβεια πρώτα στο ύφος και στους χαρακτήρες παρά στην πλοκή των γεγονότων, όπως και όλοι σχεδόν οι παλαιότεροι ποιητές. Βάση λοιπόν και κάτι σαν ψυχή της τραγωδίας είναι ο μύθος· μετά έρχονται τα ήθη. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και [1450b] στη ζωγραφική: Αν μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο απλώσει κανείς ανάκατα τα πιο ωραία χρώματα, δεν θα προκαλέσει τόση ευχαρίστηση όση αν ζωγραφίσει ένα απλό σχέδιο πάνω σε άσπρο φόντο. Ας το ξαναπούμε: Η τραγωδία είναι μίμηση πράξεως, και μέσω αυτής κυρίως είναι μίμηση πραττόντων ανθρώπων. Τρίτο έρχεται το στοιχείο της διάνοιας, και αυτό είναι το να μπορεί ένα πρόσωπο να λέει όσα ενυπάρχουν στο θέμα και όσα ταιριάζουν στην περίσταση, κάτι που στην περίπτωση των λόγων λειτουργεί με τους κανόνες της πολιτικής και της ρητορικής: οι παλαιοί ποιητές έβαζαν τα πρόσωπα των έργων τους να μιλούν πολιτικά, ενώ οι σημερινοί ρητορικά.
Ήθος είναι αυτό που φανερώνει την επιλογή και προτίμηση του πράττοντος προσώπου, ποια πράγματα δηλαδή προτιμάει και ποια αποφεύγει, εκεί όπου αυτό δεν είναι φανερό από μόνο του. Γι’ αυτό και δεν έχουν ήθος εκείνοι οι λόγοι στους οποίους δεν υπάρχει τίποτε που ο ομιλητής να το προτιμάει ή να το αποφεύγει. Διάνοια, από την άλλη, είναι αυτά με τα οποία οι ομιλητές αποδεικνύουν ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει κάτι, ή με τα οποία διατυπώνουν μια γενικού και καθολικού περιεχομένου κρίση.
Τέταρτο λεκτικό στοιχείο είναι το ύφος, και, όπως το είπαμε και πρωτύτερα, λέγοντας «ύφος του λόγου» εννοώ την έκφραση και διατύπωση των διανοημάτων με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων λέξεων — κάτι που λειτουργεί, βέβαια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στους έμμετρους και στους πεζούς λόγους.
Από αυτά που υπολείπονται πέμπτο στη σειρά έρχεται το στοιχείο της μουσικής, το πιο σημαντικό από όλα τα «καρυκεύματα που νοστιμίζουν τον λόγο της τραγωδίας». Όσο για τα στοιχεία της παράστασης που ικανοποιούν το μάτι, ασκούν, βέβαια, θελκτική επίδραση στην ψυχή, είναι όμως κάτι που ελάχιστη σχέση έχει με τους κανόνες της τέχνης και την ουσία της ποίησης. Γιατί η δύναμη της τραγωδίας υπάρχει και χωρίς παράσταση και χωρίς ηθοποιούς. Έπειτα, τα στοιχεία της παράστασης που ικανοποιούν το μάτι έχουν να κάνουν πιο πολύ με την τέχνη του σκευοποιού παρά με την τέχνη των ποιητών.
Τώρα που τα έχουμε καθορίσει όλα αυτά, ας πούμε στη συνέχεια ποια πρέπει να είναι η πλοκή των γεγονότων, αφού αυτή είναι το πρώτο και το πιο σημαντικό μέρος της τραγωδίας. Έχουμε, βέβαια, δεχτεί ότι η τραγωδία είναι μίμηση πράξεως η οποία α) αποτελεί ένα όλον και είναι ολοκληρωμένη, και β) έχει και κάποιο μέγεθος (γιατί υπάρχει και όλον που δεν έχει άξιο λόγου μέγεθος). Όλον είναι κάτι που έχει αρχή, μέσον και τέλος. «Αρχή» είναι αυτό που δεν έρχεται κατανάγκην ύστερα από κάτι άλλο, ύστερα όμως από αυτό υπάρχει κατά φυσικό τρόπο, ή γεννιέται κατά φυσικό τρόπο, κάτι άλλο. «Τέλος» είναι, αντίθετα, αυτό που υπάρχει κατά φυσικό τρόπο, κατανάγκην ή συνηθέστατα ύστερα από κάτι άλλο, και που ύστερα από αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο. «Μέσον» είναι αυτό που βρίσκεται ύστερα από κάτι άλλο και πριν από κάτι άλλο. Συμπέρασμα: Ένας καλά συγκροτημένος μύθος δεν πρέπει ούτε να αρχίζει από όπου να ναι ούτε να τελειώνει όπου να ναι, αλλά να τηρεί τους κανόνες που μόλις τώρα είπαμε.
 
4. Ποιος είναι ο στόχος της τραγωδίας και µε ποιους τρόπους επιτυγχάνεται;
 
Σκοπός της τραγωδίας είναι να οδηγήσει τον θεατή, μέσα από τον λεο και τον φόβο, στην κάθαρση —έναν όρο δύσκολο που έχει απασχολήσει επί αιώνες τους ερμηνευτές. Κατά τον Αριστοτέλη, ο φόβος και ο έλεος (συμπάθεια), αποτελούν την οκεία, τη χαρακτηριστική ηδονή, που προκαλεί η τραγωδία. Οι θεατές συμμετέχουν λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα, γι’ αυτό και συμπάσχουν με τους ήρωες, οι οποίοι συγκρούονται συνήθως με τη Μοίρα, εξαιτίας κάποιου λάθους, και συντρίβονται. Κατά την επικρατέστερη ερμηνεία, με την κάθαρση, την οποία προκαλεί η τραγωδία ως έργο τέχνης, οι θεατές ανακουφίζονται και ηρεμούν ψυχικά, γιατί διαπιστώνουν είτε την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Γενικότερα οι θεατές, καθώς ζουν έντονα τον ανθρώπινο μύθο μέσα στο τραγικό μεγαλείο του έργου, λυτρώνονται, με τη μαγεία της τέχνης, και γίνονται ελεύθεροι και ανώτεροι άνθρωποι.
 
5. «Είναι λοιπόν φανερό από τα προλεχθέντα ότι δεν είναι έργο του ποιητή να λέει αυτά που έχουν γίνει, αλλά όσα είναι επόµενο να συµβούν και τα δυνατά κατά το πιθανό ή αναγκαίο (…) Ο µεν (ιστορικός) λέει αυτά που έχουν γίνει, ενώ ο άλλος (: ο ποιητής), όπως είναι επόµενο να συµβούν. Γι’ αυτό είναι και φιλοσοφότερο και σπουδαιότερο (πράγµα) η ποίηση από την ιστορία· διότι η µεν ποίηση αναφέρεται στα καθολικά, ενώ η ιστορία σ’ αυτά που συµβαίνουν σε κάθε άνθρωπο. Εννοώ δε καθόλου αυτά που τούτος ή εκείνος ο άνθρωπος συνήθως λέει ή πράττει, κατά την πιθανή ή αναγκαία ακολουθία (των πραγµάτων), και σε αυτό αποβλέπει η ποίηση, δίδοντας τελικά ονόµατα (σε τέτοια πρόσωπα). Και µε τον όρο καθ’ έκαστον (εννοώ) τι ο Αλκιβιάδης π.χ. έπραξε ή έπαθε (στην πραγµατικότητα)».
Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής, ΙΧ1, 1451a - IX4, 1451b, µετάφραση Σ. Μενάρδου, µεταγλωττισµένη στη δηµοτική.
 
Αφού διαβάσετε προσεκτικά το παραπάνω απόσπασµα, αξιοποιώντας και τις γνώσεις σας, να εξηγήσετε πού έγκειται η διαφορά της ποίησης από την ιστορία, κατά τον Αριστοτέλη.
 
«[Ο Αριστοτέλης λέει ότι] ο ποιητής πρέπει να ενδιαφέρεται να παρουσιάσει στο έργο του τι είναι λογικό να συµβεί επί τη βάσει του τρόπου µε τον οποίο έχει διαγράψει τον χαρακτήρα των ηρώων καθώς και επί τη βάσει των πράξεων που αναπαρίστανται σε αυτό. Πρέπει να υπάρχει λογική αλληλουχία στις πράξεις. Ο ποιητής πρέπει να ενδιαφέρεται για την οργάνωση της υποθέσεως (του «µύθου») «κατ τ εκς ναγκαον» (σύµφωνα µε αυτό που είναι εύλογο ή αναγκαίο να συµβεί). Το τι γίνεται στο έργο είναι αποτέλεσµα του ιδεολογικού πλαισίου που έχει ορίσει ο ποιητής. Άρα το τι γίνεται στο έργο πρέπει να είναι κάτι το αναγκαίο, εφόσον έχει τεθεί αυτό ή εκείνο το πλαίσιο από τον ποιητή. Το τι όνοµα θα δοθεί σε αυτόν που κάνει ή λέει αυτά, είναι αδιάφορο ή τυχαίο· αντίθετα στην ιστορία, η οποία έχει σκοπό να εξακριβώσει τι ακριβώς συνέβη, έχει µεγάλη σηµασία τι έκανε ή τι έπαθε, ας πούµε, ο Αλκιβιάδης στην Σικελία. Και έχει σηµασία το ότι το έπαθε ο Αλκιβιάδης και όχι κάποιος άλλος. Δεν είναι έργο του ποιητή να παρουσιάσει στο έργο του τι πράγµατι συνέβη στον Αλκιβιάδη, αλλά τι πρέπει να συνέβη στον Αλκιβιάδη, εφόσον ο ποιητής έθεσε στο έργο του αυτό ή εκείνο το φιλοσοφικό πλαίσιο. Έτσι, αλλιώς, παρουσιάζει τα γεγονότα που απαρτίζουν τον ίδιο µύθο ο Αισχύλος, αλλιώς ο Σοφοκλής και αλλιώς ο Ευριπίδης· και τούτο συµβαίνει, γιατί το φιλοσοφικό πλαίσιο είναι διαφορετικό σε κάθε ένα από τους παραπάνω τραγικούς ποιητές.
Ο Αριστοτέλης, όταν χρησιµοποιεί τον όρο «καθόλου» δεν τον χρησιµοποιεί µε την συνηθισµένη του σηµασία. Έτσι «καθόλου» στο Περί Ποιητικής δεν σηµαίνει το καθολικό, το γενικό, αυτό που καλύπτει όλες τις περιπτώσεις (…), αλλά σηµαίνει αυτό που είναι αναπόφευκτο να συµβεί επί τη βάσει των συνιστωσών που έχει διαγράψει στο έργο του ο ποιητής. Σαφώς ορίζει ο Αριστοτέλης τα καθόλου: «στιν δ καθλου µν τ ποίῳ τ ποα ττα συµβανει λγειν πρττειν κατ το εκς τ ναγκαον» (Αριστοτέλους Περί Ποιητικής, ΙΧ, 1451b· µετάφραση: εννοώ δε καθόλου αυτός που τούτος ή εκείνος ο άνθρωπος συνήθως λέει ή πράττει, κατά την πιθανή ή αναγκαία ακολουθία των πραγµάτων).
Συµπερασµατικά λοιπόν, ο Αριστοτέλης (…) υποστηρίζει ότι ο τραγικός ποιητής δεν θα πρέπει να ενδιαφέρεται για την ιστορική ακρίβεια των όσων οι ήρωές του λένε ή πράττουν, αλλά για το εάν αυτά που λένε ή πράττουν στο έργο ανταποκρίνονται προς αυτά που είναι φυσικό και αναγκαίο να συµβούν βάσει του τρόπου µε τον οποίο ο ποιητής έχει ορίσει τις συνιστώσες του έργου (δηλαδή τους χαρακτήρες και την ιδεολογία των ηρώων, τα διάφορα γεγονότα κ.λπ.)»
(Παύλος Δ. Σκαλτσογιάννης, Η τέχνη ως έκφραση, Κριτική εξέταση της θεωρίας του Ρ. Τζ. Κόλλινγκγουντ για την έκφραση, Ίδρυµα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, Αθήνα 1994, σσ. 151-152).
 
6. «Σε αντίθεση προς την ιστορία η ποίηση αποσκοπεί στην παρουσίαση του καθολικού». Να εξηγήσετε αυτή τη φράση, χρησιµοποιώντας ένα δικό σας παράδειγµα.
 
Ο Αριστοτέλης αντιδιαστέλλει την τραγωδία, την ποίηση γενικότερα, προς την ιστορία.
Η ιστορία ασχολείται με το "ατομικό" και το "μερικό". Ενδιαφέρεται να μας παρουσιάσει από τη μια πλευρά γεγονότα που εκδηλώθηκαν σε ορισμένες χρονικές στιγμές και συγκεκριμένο τόπο, και από την άλλη πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες.
Σε αντίθεση προς την ιστορία η ποίηση αποσκοπεί στην παρουσίαση του "καθολικού", εκείνου που ξεπερνάει τα όρια μιας συγκεκριμένης χρονικής εποχής και τα σύνορα μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Ο Αχιλλέας, για παράδειγμα, μέσα στο έπος του Ομήρου, μπορεί να φέρεται ότι έζησε κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες μιας ορισμένης εποχής και μιας συγκεκριμένης περιοχής της γης, αλλά δεν προβάλλεται ως ένα τέτοιο πεπερασμένο πρόσωπο. Είναι ο "καθολικός" τύπος ηρωικού προσώπου, που ο άνθρωπος οποιασδήποτε εποχής και οποιασδήποτε χώρας το νιώθει ως σύγχρονό του και μπορεί να εμπνευσθεί από αυτό.
Τέτοιου είδους καθολικά πρόσωπα, ικανά να μας εμπνεύσουν ιδανικά και να δώσουν άλλη διάσταση στην καθημερινή, ασφυκτικά περιορισμένη ζωή μας, επιχειρεί να μας παρουσιάσει η τραγωδία. Έτσι ο Σοφοκλής στο πρόσωπο της Αντιγόνης, στην ομώνυμη τραγωδία του, δεν αναπαριστά απλώς την ιστορία ενός συγκεκριμένου προσώπου, αλλά παρουσιάζει το "γενικό" τύπο του ανθρώπου που τιμά τους νεκρούς του και σέβεται το θείο νόμο σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε να μη διστάζει να θυσιαστεί κιόλας προκειμένου να τον τηρήσει.
 
Θ. Πελεγρίνης, Αρχές Φιλοσοφίας
 
7. Γιατί ένα θέµα (που µας είναι αποκρουστικό όταν το βλέπουµε στην καθηµερινή µας ζωή) γίνεται τερπνό, όταν µετουσιώνεται σε ποίηση;
 
Η δραματική ποίηση μας επιτρέπει να αντικρίσουμε ένα επώδυνο βίωμα με την αναγκαία αποστασιοποίηση, ώστε αυτό να μη μας επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορούμε να το αντικρίσουμε αντικειμενικά και να το κατανοήσουμε. Είναι, άλλωστε, τελείως διαφορετικό το να βιώνουμε εμείς στην προσωπική μας ζωή μια κατάσταση που μας πληγώνει από το να βλέπουμε την ίδια κατάσταση ως θεατές, γνωρίζοντας πως εμείς οι ίδιοι δεν κινδυνεύουμε πια άμεσα. Έχουμε, έτσι, τη δυνατότητα να δούμε την κατάσταση αυτή με ψυχραιμία, να την τοποθετήσουμε στις πραγματικές της διαστάσεις και να την ερμηνεύσουμε.
Η δραματική ποίηση μας επιτρέπει, επίσης, να δούμε ένα τραγικό βίωμα πυκνωμένο χρονικά, με αποτέλεσμα να μην υφιστάμεθα το αίσθημα απόγνωσης ή εγκλωβισμού που μας αποτρέπει στην πραγματική ζωή να αντιληφθούμε πως η κατάσταση αυτή έχει συγκεκριμένα όρια και πως υπάρχει διαφυγή από αυτή. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ένα τραγικό γεγονός, όταν παρουσιάζεται στο πλαίσιο της δραματικής πίεσης, αποκτά τις πραγματικές του διαστάσεις -χρονικές και νοηματικές- δίνοντάς μας την ευκαιρία να το δούμε και να το βιώσουμε με τη συναισθηματική ασφάλεια της αποστασιοποίησης και με την επίγνωση πως αποτελεί ένα πεπερασμένο γεγονός και όχι μια αέναη πηγή οδύνης.
Ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του επεξηγεί τη διαδικασία αυτή ως εξής: «Εκτός αυτού τα προϊόντα της μίμησης προκαλούν ευχαρίστηση σε όλους τους ανθρώπους — απόδειξη αυτό που συμβαίνει στην πράξη: πράγματα που μας προκαλούν δυσαρέσκεια όταν τα βλέπουμε μπροστά μας, μας προκαλούν ευχαρίστηση όταν αντικρίζουμε τις πιο ακριβείς απεικονίσεις τους· έτσι δεν συμβαίνει, π.χ., με τις εικόνες ευτελέστατων ζώων ή νεκρών; Αυτού, πάλι, του πράγματος η αιτία είναι το ότι η γνώση και η κατανόηση των πραγμάτων δεν είναι κάτι το εξαιρετικά ευχάριστο μόνο στους φιλοσόφους, αλλά το ίδιο και σε όλους τους άλλους ανθρώπους, αυτοί όμως έχουν λίγη μόνο μετοχή σ αυτήν. Ο λόγος που ευχαριστιούνται βλέποντας τις εικόνες είναι ότι την ώρα που τις βλέπουν αρχίζουν να κατανοούν και να ανακαλύπτουν τι είναι το κάθε πράγμα, π.χ. ότι αυτός εκεί ο άνθρωπος είναι ο τάδε. Γιατί αν ένας δεν έχει δει το πράγμα πιο μπροστά, την ευχαρίστηση δεν θα του την προκαλέσει η εικόνα ως προϊόν μίμησης· η ευχαρίστησή του θα οφείλεται στην τεχνική της εκτέλεσης ή στο χρώμα ή σε κάποιαν άλλη τέτοια αιτία.»
Αντιστοίχως, ο Σοπενχάουερ επισημαίνει τα εξής: «Αρκεί να δούμε μ’ απροκατάληπτο βλέμμα οποιονδήποτε άνθρωπο, οποιαδήποτε σκηνή της καθημερινής ζωής, κι όταν το περιγράψουμε το θέμα μας αυτό με πένα ή το αναπαραστήσουμε με χρωστήρα, θα δούμε πως παρουσιάζει εξαιρετική χάρη κι ενδιαφέρον, πως είναι αξιοζήλευτο. […]Αυτή είναι και του Γκαίτε η σκέψη, όταν λέει: Τα πράγματα που μας λύπησαν στη ζωή / Όπως κι αν είναι ιστορημένα / Πάντα μας αρέσουν… Τότε που ήμουνα νέος, για κάμποσο διάστημα της ζωής μου προσπαθούσα ν’ αναπολώ όλες τις πράξεις μου από το παρελθόν σαν να τις είχε ζήσει κι ενεργήσει κάποιος τρίτος. Το ‘κανα αυτό ίσως για να τις απολαμβάνω καλύτερα. Όλα τα πράγματα στον κόσμο αυτό δεν παρουσιάζουν κανένα θέλγητρο, παρά μόνο όταν μονάχα δε μας αφορούν. Η ζωή καθεαυτήν δεν είναι ποτέ της ωραία. Μόνον οι εικόνες της είναι ωραίες, όταν τις αντικαθρεφτίζει ο καθρέφτης της ποίησης και εμείς είμαστε νέοι και δε νιώθουμε ακόμα το πικρό νόημα της ζωής».
 
8. Ο Πλάτων επέκρινε την ποίηση του καιρού του, λέγοντας, µεταξύ άλλων, ότι αυτή δίνει ανήθικα πρότυπα συµπεριφοράς στους νέους. Ο Αριστοτέλης αντέτεινε ότι η ποίηση ασκεί ευεργετική επίδραση στο κοινό της. Ποια από τις παραπάνω δυο προσεγγίσεις της τέχνης σας φαίνεται πιο εύλογη; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας.
 
Με δεδομένο το γεγονός πως οι δημιουργοί επιδιώκουν συνήθως να μεταδώσουν μηνύματα υψηλής ηθικής, παρουσιάζοντας το «καλό» ως προτιμότερη επιλογή από το «κακό», θεωρώ πως ο Αριστοτέλης έχει δίκιο στην προσέγγισή του. Ωστόσο, δεν μπορούμε να απορρίψουμε την άποψη του Πλάτωνα, διότι τόσο στην αρχαιότητα όσο -και κυρίως- στις μέρες μας μέσω της τέχνης προβάλλονται και συχνά ηρωοποιούνται βίαιες ή και ανήθικες συμπεριφορές με αποτέλεσμα να προκύπτει αρνητική επίδραση στους νέους. Η διαπίστωση αυτή, βέβαια, δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στη διαμόρφωση αρνητικής εκτίμησης για την τέχνη, αλλά στη λήψη μέτρων, προκειμένου οι νέοι να μην εκτίθενται σε κακής ποιότητας έργα. Η βία, οι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και η ανηθικότητα συνιστούν επιζήμιο για τους νέους περιεχόμενο, γι’ αυτό και απαιτείται η αναγκαία μέριμνα, προκειμένου να μην έρχονται σε επαφή με αυτό.  
 
9. «...δι’ λου κα φβου περανουσα τν τν τοιοτων παθηµτων κθαρσιν»
(«επιτυγχάνοντας δια του οίκτου [της συµπάθειας, της ευσπλαχνίας] και του φόβου που διεγείρει [στο κοινό ή στους ηθοποιούς;] την κάθαρση αυτών των [οικτρών και φοβερών] παθηµάτων»):
Ποιοι ορισµοί και ερµηνείες έχουν δοθεί στον αριστοτελικό όρο «κάθαρσις»; Να καταγράψετε τις σχετικές ερµηνείες και να αναφέρετε την, κατά την κρίση σας, επικρατέστερη, δικαιολογώντας παράλληλα την επιλογή σας. (συνθετική - δηµιουργική εργασία)
 
Η πιο διαδεδομένη και νοητικά πιο εύληπτη ερμηνεία της αριστοτελικής «κάθαρσις» είναι η λύτρωση από τη συναισθηματική ένταση που προκαλεί ένα αφηγηματικό έργο, ο εξαγνισμός, δηλαδή, των συναισθημάτων που προκαλεί, μέσα από την τελική του έκβαση. Ο θεατής της τραγωδίας βιώνει έντονα συναισθήματα συμπάθειας και φόβου για τη μοίρα του δοκιμαζόμενου ήρωα, γι’ αυτό και αποκομίζει ψυχική ηρεμία και γαλήνη, όταν αντικρίζει τον ήρωα να δικαιώνεται ή όταν βλέπει την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Είναι πολύ πιθανό, ωστόσο, ο φιλόσοφος να απέδιδε ένα διαφορετικό νόημα στον όρο «κάθαρσις», όπως αυτό προκύπτει από τα κείμενα που ακολουθούν. Η κάθαρση ίσως αναφέρεται στη βαθύτερη κατανόηση των τραγικών γεγονότων που συγκλονίζουν τη ζωή του ήρωα, και κατ’ επέκταση στην απογύμνωσή τους από οτιδήποτε τα καθιστά τόσο φρικτά, ώστε να μην μπορεί ο θεατής να τα κρίνει, να τα ερμηνεύσει και να συλλάβει την πραγματική τους ουσία. Με την κάθαρση, άρα, ίσως υποδηλώνεται η σταδιακή απόκτηση μιας καθαρότερης οπτικής απέναντι στα ίδια τα γεγονότα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο θεατής να συνειδητοποιεί πληρέστερα το νόημα και τη σημασία τους. Αποκομίζει, επομένως, ο θεατής όχι τόσο την ψυχική κάθαρση από τα έντονα συναισθήματά του όσο μια πνευματική διαύγεια που του επιτρέπει να κατανοήσει τα συμβάντα που κλόνισαν τη ζωή του ήρωα.
 
Το «λεος» και ο φόβος.
Ο µύθος δεν είναι η απλή συρραφή «φοβερν κα λεεινν» πράξεων, αλλά διάρθρωση των γεγονότων µε τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκαλύπτεται ένα βαθύτερο νόηµα, κάτι ουσιαστικό και αναγκαίο, καθολικό µε σηµασία για τη ζωή και τη µοίρα του ανθρώπου. Όχι µε εικόνες φρίκης και απόγνωσης, αλλά µε το βαθύτερο, το «δραµατικό» νόηµα που έχουν τα «φοβερά κα λεεινά» γεγονότα για τον θεατή - άνθρωπο που βλέπει πάνω στη σκηνή να πονούν και να βασανίζονται ήρωες - άνθρωποι όµοιοί του, δίνει η δραµατική ποίηση όχι πια τον κοινό, αλλά τον «τραγικό» έλεο και φόβο, δηλαδή ανώτερες, «έλλογες συγκινήσεις» και µαζί την «πό λέου κα φόβου δι µιµήσεως δονήν».
 
Ε. Π. Παπανούτσος, Αισθητική, σ. 259
 
Η κάθαρση της τραγωδίας.
Ποιο είναι λοιπόν συγκεκριµένα το αντικείµενο της κάθαρσης; Τι καθαίρεται στην τραγωδία και µε την τραγωδία; Η κάθαρση του ορισµού της τραγωδίας συνδέεται συντακτικά µε τη µίµηση και µέσω αυτής µε την πράξη, τη σύσταση των πραγµάτων, το µύθο. Η µίµηση περαίνει την κάθαρση, µέσω του ελέου και του φόβου, των «τοιούτων παθηµάτων». Υποκείµενο της κάθαρσης είναι η µίµηση, αντικείµενο τα τραγικά παθήµατα και µέσο ο τραγικός έλεος και φόβος. Από τη σύνταξη είναι καταφανές επίσης ότι η τραγική µίµηση είναι η «δι’ λέου κα φόβου περαίνουσα τν … κάθαρσιν». (…) Ίδιον της τραγωδίας ως µιµητικής πράξεως είναι η µίµηση φοβερών και ελεεινών συµβάντων.
Το αντικείµενο της κάθαρσης είναι εποµένως το άµεσο αντικείµενο της µίµησης, δηλαδή τα φοβερά και τα ελεεινά συµβάντα. Η άποψη που ερµηνεύει τα παθήµατα πάθη βρίσκεται έτσι σε αντίθεση, όχι µόνο µε το όλο πνεύµα της Ποιητικής, κυρίαρχη επιστηµολογική έννοια και πραγµατικότητα της οποίας είναι η πράξη, (« γρ τραγωδία µίµησις στιν οκ νθρώπων λλά πράξεων κα βίου» 1450a 16), αλλά και µε το πνεύµα γενικά του Αριστοτέλη, του οποίου η προσήλωση στα πράγµατα είναι δεδοµένη. Όπως η τραγική µίµηση είναι µίµηση όχι ανθρώπων αλλά πράξεων και βίου, έτσι και η τραγική κάθαρση είναι κάθαρση όχι συναισθηµάτων αλλά καταστάσεων και βιωµάτων. Το τραγικό υλικό δεν είναι απλώς ψυχολογικό αλλά στο βάθος οντολογικό και συνδέεται µε την ανθρώπινη µοίρα. Η επίδραση στα συναισθήµατα, εν προκειµένω η επίδραση της ποιητικής (ή «αισθητικής») συγκίνησης στον ανθρώπινο ψυχισµό, είναι βέβαια δεδοµένη, αλλά ως έµµεσο αποτέλεσµα. Η ιατρική που καταµάχεται τη νόσο θεραπεύει υποχρεωτικά το νόσηµα και αποκαθιστά την υγεία του ασθενούς.
Η τραγική κάθαρση απογυµνώνει τα φοβερά και ελεεινά παθήµατα από κάθε κοινοτοπία και εφηµερότητα και τα ανάγει στην αιώνια ουσία τους, αποκαλύπτοντας συγχρόνως την εσωτερική λογική τους. Κάνοντάς το αυτό, τοποθετεί τον έλεο και το φόβο, τα αντίστοιχα πάθη - τα οποία µαζί µε τον έρωτα, το «φιλάνθρωπον», όπως θα πει ο Αριστοτέλης πιο κάτω, αποτελούν τους ισχυρότερους παλµούς του ανθρώπινου ψυχισµού και τους αµεσότερους τρόπους επικοινωνίας ανθρώπου µε άνθρωπο - στο ανώτερο στρατηγικό επίπεδο της τραγικότητας, µεταλλάσσοντάς τα έτσι σε µια νέα ψυχική δυναµική, ικανή όχι µόνο να αντισταθεί και να ανθέξει σε κάθε οντολογική προσβολή και να αντεπεξέλθει σε κάθε υπαρξιακή αντιξοότητα, αλλά και να βελτιώσει την ανθρώπινη ύπαρξη και την ανθρώπινη µοίρα και εποµένως να δικαιώσει την ανθρώπινη παρουσία στον κόσµο. Τα ιστορικά παθήµατα και τα ψυχικά πάθη, µεταποιηµένα σε τραγικά παθήµατα και πάθη, ως παθήµατα δηλαδή και πάθη που έχουν αναχθεί στην καθαρότητά τους, ανευρίσκουν τον φιλοσοφικό τους χαρακτήρα και αποκαθίστανται στην οικουµενικότητά τους. Η πάθησις είναι για τον Αριστοτέλη αντίθετο της ποιήσεως. Το διαλεκτικό πέρασµα από την πάθηση στην ποίηση συντελείται ακριβώς µε την καθαρτήρια διαδικασία. Ο τραγικός ποιητής επενεργεί στο παθητικό υλικό, όπως ο γλύπτης στο µάρµαρο που σµιλεύει, ο αρχαιολόγος στο έδαφος που ανασκάπτει και ο χρυσοθήρας στον βράχο που σκαλίζει και στο χώµα που κοσκινίζει. Η κάθαρση είναι, στο πνεύµα αυτό, µεθοδολογική πράξη συστάσεως της ποιητικής υγείας µε πρώτη ύλη τη φυσική πάθηση.
 
Η. Π. Νικολούδης, Εισαγωγή στην Ποιητική του Αριστοτέλη, Αριστοτέλους Άπαντα, τ. 34, εκδ. Κάκτος, σσ. 129-131
 
Κάθε έργο τέχνης οδηγεί στην «κάθαρση».
Κάθε έργο τέχνης οδηγεί στην «κάθαρση». Καθαίρει τα πράγµατα και καθαίρει και την ψυχή που τα αντικρίζει. Καθαίρει τα πράγµατα, µεταποιώντας τα θολά και «άσχηµα» µορφώµατα της πραγµατικότητας σε καθαρές και αρµονικές µορφές. Και µε αυτών τη θέα καθαίρεται και η θολή και ταραγµένη ψυχή µας. Από πλήθος σχετικά µεγαλόψυχες γυναίκες γίνεται µια Άλκηστις ή µια Αντιγόνη. Από πλήθος µικρούς τσιγκούνηδες γίνεται ένας Φιλάργυρος.
Στο θέατρο η «κάθαρση» έχει έναν ειδικό τύπο. Καθαίρει την ψυχή από το έλεος και το φόβο. Ταυτιζόµαστε µε τον ήρωα. «Συλλυπούµαστε» µαζί του διότι πονάει, όπως και εµείς πονάµε, και φόβος µας κατέχει για τα κακά που παθαίνει και που κι εµείς στη ζωή παθαίνουµε ή µπορούµε να πάθουµε, όταν τα κακά αυτά διεγείρουν, προ παντός λύπηση και όχι άλλα συναισθήµατα. Καθώς όµως συνταυτιζόµαστε µαζί του, αναγκαζόµαστε να τον παρακολουθήσουµε και στο ύψος, όπου αυτός ο ήρωας έχει ανεβεί χάρις στην καθαρή και αρµονική µορφή του. Γεµίζει τότε η ψυχή από την καθαρή και αρµονική µορφή και εκτοπίζονται από αυτήν τα άµορφα, ασύντακτα, αξεκαθάριστα πάθη, ο φόβος και το έλεος, που συγκυλίονται µε το ρου των γεγονότων. Αυτός ο εκτοπισµός και η ανύψωση στην καθαρή και αρµονική µορφή είναι ο τρόπος της κάθαρσης που δίνει το θέαµα. Αυτός είναι ο τρόπος της κάθαρσης που γενικά µας δίνεται από την πράξη στο χώρο της τέχνης. Γι’ αυτό και το µυθιστόρηµα, µαζί µε άλλους τρόπους λύτρωσης - διότι είναι σύνθετο είδος - µας λυτρώνει µε µιαν όµοια µορφή κάθαρσης, όπως το θέατρο.
 
Κ. Τσάτσος, Θεωρία της τέχνης, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1978, σσ. 136-137
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...