Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Ρίτσος «Η σονάτα του σεληνόφωτος». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιάννης Ρίτσος «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (ανάλυση)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Brooke Shaden

Γιάννης Ρίτσος «Η σονάτα του σεληνόφωτος» (ανάλυση)

Το 1956 ο Γιάννης Ρίτσος γράφει την πρώτη -και ίσως ωραιότερη- εκτενή ποιητική σύνθεση από τις 17 της Τέταρτης Διάστασης, που αναδείχθηκε σ’ ένα από τα πιο αγαπημένα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας∙ τη σονάτα του σεληνόφωτος, για την οποία και έλαβε το κρατικό βραβείο ποίησης.
Ο τίτλος του ποιήματος, που παραπέμπει στις αντίστοιχες δημοφιλείς συνθέσεις της ευρωπαϊκής μουσικής, οι οποίες διαρθρώνονταν σε δυο έως τέσσερα μέρη και γράφονταν για ένα ή δύο εκτελεστές, αναφέρεται στη διάσημη σονάτα του Λούντβιχ Μπετόβεν, το πρώτο μέρος της οποίας συνοδεύει την ιδιαίτερη αυτή εξομολόγηση της Γυναίκας με τα μαύρα∙ μέρος κι αυτό της σκηνοθεσίας του ποιήματος.
Ο τίτλος της ευρύτερης συλλογής, στην οποία εντάσσεται η σονάτα του σεληνόφωτος: «Τέταρτη Διάσταση», αναφέρεται σαφώς στην έννοια του χρόνου∙ έννοια κεντρική για τις περισσότερες ποιητικές συνθέσεις της συλλογής, καθώς το πέρασμα του χρόνου είναι αυτό που στενεύει τα εναπομείναντα περιθώρια ζωής, φέρνει τη φθορά, και εν τέλει υποτάσσει και τους πλέον υψηλόφρονες ανθρώπους.  
Οι συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης έχουν παρόμοια μορφή∙ αποτελούν εξομολογητικούς μονολόγους, ηρωικών κυρίως προσώπων από την ελληνική μυθολογία, μπροστά σ’ ένα άλλο άτομο, που παραμένει όμως βουβό. Το πρόσωπο που εξομολογείται αποτελεί ως ένα βαθμό προσωπείο του ίδιου του ποιητή, ο οποίος κάνει αισθητή την πραγματική παρουσία του μόνο στις σκηνοθετικές οδηγίες που συνοδεύουν τις ποιητικές αυτές συνθέσεις.  

(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ ένα νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):

Η έμφαση που δίνεται στο φεγγαρόφωτο -ήδη από τον τίτλο- έχει ξέχωρη σημασία, αφού σε αντίθεση με το ζωογόνο φως του ήλιου που καλεί σε δράση, το σεληνόφως απαιτεί τον απολογισμό και την αναπόληση, απαιτεί την αναμέτρηση με το παρελθόν και την αξιολόγηση της ζωής που πέρασε. Στην απολογιστική αυτή διάθεση εξωθείται η ηλικιωμένη ηρωίδα και από την παρουσία του ωραίου νέου, που βρίσκεται, με την ακμή της ηλικίας του, στον αντίποδα της δικής της φθοράς.
Τα μαύρα ρούχα και τα κλειστά φώτα υποδηλώνουν μια πένθιμη διάθεση, όπως αυτή αρμόζει όχι μόνο σ’ ένα κυριολεκτικό πένθος, αλλά και στη θλίψη που συνοδεύει το γήρας μιας ζωής που δεν έλαβε την ικανοποίησή της∙ μιας ανεκμετάλλευτης και αδρανούς παρέλευσης των γόνιμων χρόνων της νιότης.

«Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.» Το φως του φεγγαριού χαρακτηρίζεται αμείλικτο, υπό την έννοια πως ό,τι θα ακολουθήσει θα είναι μια δίχως υπεκφυγές και δίχως αποκρύψεις εξομολόγηση της ηρωίδας. Το αμείλικτο φως του φεγγαριού δεν επιτρέπει την αίσθηση πως υπάρχουν περιθώρια άλλης αναβολής∙ η ηρωίδα οφείλει να μιλήσει απόψε. Ενώ, η αναφορά στα δύο παράθυρα, έρχεται να τονίσει την παρουσία των δύο αντιθετικών καταστάσεων, του απελπισμένου γήρατος και της ελπιδοφόρας νεότητας.

«Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής.»: Η πρωτοπρόσωπη δήλωση παρουσίας του ποιητή-αφηγητή ακολουθείται από μια ειρωνικής υφής αξιολόγηση της ποιητικής παραγωγής της ηρωίδας. Οι δυο-τρεις απλώς ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές, που έχουν μάλιστα θρησκευτική θεματολογία, είναι ό,τι έχει καταφέρει να δημιουργήσει η Γυναίκα με τα Μαύρα∙ στοιχείο που υποδηλώνει την συντηρητικότητά της, αλλά και την απουσία ενός πιο ουσιαστικού κινήτρου ή μιας πιο πλούσιας πηγής ερεθισμάτων. Η λογοτεχνική της παραγωγή αντικατοπτρίζει επί της ουσίας τη στεγνή ζωή της.

Για την ταυτότητα της Γυναίκας με τα Μαύρα ή καλύτερα για το πρόσωπο που ενέπνευσε τα βασικά στοιχεία της ηρωίδας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία του ποιητή Δημήτρη Δούκαρη: Ήταν τότε που είχε πεθάνει ο σύζυγος της Μελισσάνθης και μετά, από σαράντα μέρες, μέσα στο βαρύ πένθος της μας είχε καλέσει με τη Ζωή Καρέλλη ένα βράδυ στο σπίτι της. Με τα μαύρα κρόσσια παντού τριγύρω. Με τις μαύρες γάτες που απόμειναν για συντροφιά στην ευγενική ποιήτριά μας. Είχα συγκινηθεί με το πένθος της, με την επιμονή της να μας συνοδεύσει «μέχρι πάρα κάτω». Και το «πάρα κάτω» δεν τελείωνε. Τότε πρόσεξα ένα τεράστιο φεγγάρι πάνω από την πλάτη της Μελισσάνθης. Είχαμε φτάσει πια στις σκάλες της οδού Αντωνοπούλου. Και τελικά η Μελισσάνθη επέστρεψε ολομόναχη, με την Πανσέληνο, στο σπίτι της. Την άλλη μέρα το πρωί ταραγμένος και συνεπαρμένος τα ιστορούσα όλα αυτά τα περιστατικά στον Γιάννη Ρίτσο. Και το πραγματικό μαγικό χέρι του ποιητή τα μετέτρεψε στη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».  

Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
πού ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η πρώτη στροφή του ποιήματος θέτει εξαρχής τον μελαγχολικό και πικρό τόνο της σύνθεσης. Με σχήμα κύκλου η αρχική φράση ικεσίας επανέρχεται στο κλείσιμο της στροφής, αλλά θα επαναληφθεί αρκετές φορές ακόμη, λαμβάνοντας το συνεκτικό χαρακτήρα μοτίβου.
Η ηρωίδα ικετεύει τον νεαρό να της επιτρέψει να τον ακολουθήσει∙ το πού δεν έχει σημασία, αρκεί να απομακρυνθεί από το πένθιμο σπίτι της, αρκεί να ξεφύγει από τη φθορά και τις ματαιώσεις της ζωής της. Αφορμή γι’ αυτή την σχεδόν ερωτική ικεσία δίνει το φεγγάρι, το επιεικές φως του οποίου θα αποκρύψει τα σημάδια του γήρατος. Τα ασπρισμένα μαλλιά της ηρωίδας θα φαίνονται -έστω και για λίγο- και πάλι χρυσά -μεταφορά∙ θα λάβουν εκ νέου το ξανθό τους χρώμα, χάρη στο «καλό» φεγγάρι, που σε αντίθεση με την σκληρή καθαρότητα του ήλιου, επιτρέπει την ψευδαίσθηση και την πρόσκαιρη εξαπάτηση.
Το φως του φεγγαριού, λοιπόν, κι η αίσθηση πως υπό το αδύναμο φως του θα μπορέσει να φανεί και πάλι νέα, ωθεί τη γυναίκα να ικετεύσει τον νέο να την αφήσει να τον συνοδεύσει. «Δε θα καταλάβεις», σχολιάζει, αγγίζοντας τα όρια της ταπεινωτικής παράκλησης∙ δε θα καταλάβει πως πλάι του έχει μια ηλικιωμένη γυναίκα∙ θα εξαπατηθεί κι εκείνος οικειοθελώς, επιτρέποντας έτσι και σ’ εκείνη τη λυτρωτική αυταπάτη μιας -τελευταίας ίσως- βραδιάς, πως είναι και πάλι νέα, πως έχει την ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή, ζώντας επιτέλους όσα εκούσια στέρησε από τον εαυτό της.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τ’ ακούσω. Σώπα.

Σε αντίθεση με τη θετική παρουσία του φεγγαριού έξω από το σπίτι, που θα της επιτρέψει να μοιάσει και να αισθανθεί για λίγο νέα, στο εσωτερικό του σπιτιού το φεγγάρι έχει εντελώς αρνητική επενέργεια. Στο εσωτερικό του σπιτιού το σεληνόφως επιτρέπει στις φοβίες της μοναχικής γυναίκας να γίνουν πιο ζωντανές, επιτείνοντας τόσο την ανησυχία της όσο και την οδύνη της ερημίας. Οι σκιές μεγαλώνουν (1η εικόνα), αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες (2η εικόνα) κι ένα δάχτυλο γράφει λησμονημένα λόγια στη σκόνη του πιάνου (3η εικόνα).
Με τις τρεις αυτές εικόνες δίνεται με έξοχη παραστατικότητα ο κόσμος των παραισθήσεων που θέτει σε δοκιμασία την ηλικιωμένη γυναίκα που είναι αναγκασμένη να ζει μόνη της. Η παραμικρή αντανάκλαση του φωτός κι η παραμικρή σκιά, λειτουργούν ως εφιαλτικά ερεθίσματα που τρέφουν τον τρόμο του μοναχικού της βίου, στον οποίο κυρίαρχο ρόλο έχουν τα «φαντάσματα» του παρελθόντος∙ οι αναμνήσεις προσώπων που κάποτε υπήρξαν στη ζωή της.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η 3η εικόνα, η οποία φανερώνει την απόλυτη απροθυμία της γυναίκας ν’ ακούσει τα λόγια του παρελθόντος∙ όσα θέλει να της πει και να της θυμίσει το πρόσωπο του ξεχασμένου παρελθόντος ή ίσως κι η ίδια η συνείδησή της, εκείνη δεν θέλει να το ακούσει, δεν θέλει να το θυμηθεί. Η προστακτική «σώπα», που μοιάζει να απευθύνεται στην επίμονη εκείνη φωνή της μνήμης, είναι αποκαλυπτική για την απροθυμία της να φέρει ξανά στη σκέψη της γεγονότα ή παραλείψεις της νεότητας. 

Άφησέ με νάρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η επαναφορά της ικετευτικής φράσης -εκ νέου με σχήμα κύκλου-, μας μεταφέρει στον εξωτερικό χώρο, με σαφέστερους προσδιορισμούς αυτή τη φορά. Η ηρωίδα ζητά από το νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του μέχρι τη μάντρα του τουβλάδικου, μέχρι εκεί που μπορεί να αντικρίσει την πολιτεία. Οι αντιποιητικές φράσεις των τοπικών προσδιορισμών είναι σκόπιμες, καθώς η πολιτεία είναι ένας χώρος υλικός, πραγματικός και με τη ζωτική της δύναμη ενάντιος σε καθετί αφηρημένο και λυρικό, όπως όλα εκείνα που κλονίζουν τη σκέψη της ηρωίδας ποιήτριας όταν απομένει μόνη της στον εσωτερικό κόσμο της φθοράς και της αναπόλησης.
Η πολιτεία περιγράφεται με έννοιες που σχηματίζουν αντιθετικά ζεύγη, προκειμένου να αποδοθεί η αντίθεση ανάμεσα στην τωρινή έλξη που της ασκεί η ενδεχόμενη θέαση της πολιτείας και της απέχθειας που της προκαλούσε στο παρελθόν, οπότε και απέφυγε να βιώσει στην πληρότητά τους όσα είχε να της προσφέρει. Η πολιτεία, λοιπόν, είναι τσιμεντένια -κυριολεξία-, αλλά και αέρινη -μεταφορά-, αφού η πραγματική της ουσία, η έννοια του ανθρώπινου κοινωνικού βίου χαρακτηρίζεται -αν ιδωθεί από τη μεριά της ηρωίδας- από το γοργό της πέρασμα, και ακόμη περισσότερο από την αδυναμία να περιορίσει ή να προσδιορίσει κάθε μέλος της πολιτείας. Κάποτε, άλλωστε, κι η ηρωίδα υπήρξε μέλος αυτής της πολιτείας, «κατόρθωσε», όμως, να ζήσει σε αυτή, χωρίς επί της ουσίας να βιώσει τίποτε το πραγματικό, τίποτε το στέρεο. Τα χρόνια της πέρασαν «αέρινα», χωρίς να αφήσουν τα ίχνη κάποιας αληθινής επίτευξης, δέσμευσης ή εμπειρίας.
Η ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο -μεταφορά- πολιτεία∙ η πολιτεία που έχει καλλωπιστεί από το φως το φεγγαριού και φαντάζει λευκή, και άρα αγνή, παραμένει αδιάφορη -προσωποποίηση- και άυλη -μεταφορά-. Αδιάφορη, αφού είναι τέτοιο το πλήθος των ανθρώπων που τη συναποτελούν, ώστε να καθίσταται τελικά εντελώς ασήμαντη, εντελώς αδιάφορη η κάθε επιμέρους μονάδα. Η πολιτεία δεν συγκινείται απέναντι στο πένθος, στη θλίψη ή στην απογοήτευση του ενός∙ η πολιτεία, άλλωστε, είναι άυλη, όπως άυλα είναι εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν την ύπαρξη και τη λειτουργία της (κοινωνική συνύπαρξη, νόμοι, κανόνες κ.ά.). Είναι, άρα, τόσο ιδιαίτερη η έννοια της πολιτείας, εφόσον απέναντι στην υλική της υπόσταση, στο τσιμέντο, στέκει η αφηρημένη της φύση, η ιδέα μιας κοινωνικής συνύπαρξης, ώστε καταλήγει να είναι τόσο θετική σαν μεταφυσική -παρομοίωση-. Η πολιτεία είναι τόσο δεδομένα υπαρκτή, ώστε μοιάζει σαν να μην υπάρχει, σαν να είναι μια αφηρημένη και μόνο σύλληψη.
Η έντονη αυτή αντίθεση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία γίνεται πληρέστερα αντιληπτή, αν ιδωθεί από την οπτική του μεμονωμένου ατόμου∙ εδώ της ηρωίδας. Η πολυπληθής και αδιάφορη πολιτεία επιτρέπει στο άτομο να ξεχαστεί σε τέτοιο βαθμό μέσα στο πολύβουο και γεμάτο ζωή πλήθος της, ώστε να λησμονήσει πλήρως τη δική του φθορά, τη δική του ελλιπή βίωση της ζωής. Το άτομο χάνεται μέσα στην ολοζώντανη και δραστήρια πολιτεία∙ ξεχνά τις αποτυχίες και τις ελλείψεις του∙ ξεχνά το γεγονός πως το ίδιο έχει φθαρεί κι έχει φτάσει πια κοντά στο τέλος του, αφού η αδιάκοπη ζωτικότητα της πολιτείας δημιουργεί μια ψευδαίσθηση συνέχειας.   
Σ’ αυτή τη λυτρωτική λήθη της πολιτείας θέλει, λοιπόν, να έρθει η ηρωίδα μαζί με τον νέο, για να ξεχάσει και να ξεχαστεί, για να μην αφήνει πια στην επίγνωση του γήρατός της να τυραννά τη σκέψη της.   

Θα καθήσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού
            μου
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κ’ έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η ηρωίδα περιγράφει στον νέο με τη χρήση μελλοντικού χρόνου τι θα κάνουν όταν απομακρυνθούν από το σπίτι. Θα καθίσουν για λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα -εικόνα που παραπέμπει σ’ ένα ανέμελο νεανικό ζευγάρι-, κι εκεί με τη βοήθεια του ανοιξιάτικου αέρα θα μπορέσουν να φανταστούν ότι πετάνε. Η επιθυμία αυτής της φανταστικής πτήσης υποδηλώνει την ανάγκη φυγής της ηρωίδας, την ανάγκη να απομακρυνθεί απ’ όλα τα στοιχεία της πραγματικότητας που την καταπιέζουν και τη θλίβουν.
Η ηρωίδα, μάλιστα, αποκαλύπτει στον νέο πως η ιδέα αυτής της φανταστικής πτήσης την ακολουθεί καιρό, αφού ακόμη και τώρα, που έχει γεράσει, όταν ακούει το θόρυβο του φουστανιού της, είναι σαν να ακούει δύο δυνατά φτερά που ανοιγοκλείνουν -παρομοίωση-. Κι αν αφεθείς, σχολιάζει, σε αυτόν τον ήχο, σ’ αυτή την αίσθηση, νιώθεις και πάλι το σώμα σου σφιχτό και νεανικό, νιώθεις πως αφήνεσαι στους μύες του -προσωποποιημένου- γαλάζιου αέρα και στα δυνατά νεύρα του –προσωποποιημένου- ύψους. Τόσο ο αέρας, όσο και το ύψος συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία επιστροφής στη νεότητα, που αναγεννά το σώμα, το κάνει σφιχτό και δυνατό, και επιτρέπει μια πτήση στην ασφάλεια της -νεανικής επίσης- δύναμής τους. Ο αέρας και το ύψος συναινούν, συμμετέχουν και βοηθούν σε αυτή την υπέροχη πτήση, που σε απομακρύνει -σκοπίμως ο ποιητής χρησιμοποιεί το β΄ πρόσωπο «νιώθεις», ώστε να μην περιοριστεί αυτή η αίσθηση μοναχά στην ηρωίδα, αφού μπορεί να βιωθεί, και άρα αφορά, κάθε πρόσωπο-, από τα προβλήματα, τους περιορισμούς και τις συμβάσεις της λογικής και της πραγματικότητας.
Η δυνατότητα να πετάς στον αέρα είναι τόσο αυτόνομα λυτρωτική και αναζωογονητική, ώστε δεν έχει καμία σημασία ο προορισμός∙ δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις∙ ούτε πολύ περισσότερο έχει σημασία στο πλαίσιο αυτής της πτήσης το πέρασμα του χρόνου κι η φθορά που επιφέρει. Δεν έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά της, σχολιάζει η ηρωίδα, επαναφέροντας το λόγο και το βίωμα σε πρώτο πρόσωπο.
Συνεχίζει, μάλιστα, στους παρενθετικούς στίχους σε μια έξοχης τραγικότητας εξομολόγηση: η πηγή της λύπης της δεν είναι που έχουν ασπρίσει τα μαλλιά της, δηλαδή η εξωτερική φθορά της μορφής της, αλλά το γεγονός ότι δεν ασπρίζει κι η καρδιά της∙ το γεγονός ότι δεν γερνά και εσωτερικά, ώστε να καμφθούν όλες εκείνες οι επιθυμίες κι όλες εκείνες οι νεανικές προσδοκίες. Την ώρα, λοιπόν, που το σώμα της αλλοιώνεται από το γήρας, μέσα της παραμένει νέα, με τους ίδιους πόθους, τις ίδιες ελπίδες και τα ίδια όνειρα. Μόνο που τώρα δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει τίποτε από αυτά, διότι τώρα είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα και κανείς δεν θα ενέδιδε σε μια γερασμένη γυναίκα.    
Γι’ αυτό κι η έκκλησή της ακούγεται τώρα ακόμη πιο σπαρακτική. Άφησε με να έρθω μαζί σου∙ απάλλαξέ με από αυτή την οδύνη των καταπιεσμένων επιθυμιών∙ δώσε μου την ευκαιρία να ξεχαστώ∙ άφησέ με για λίγο να νιώσω και πάλι νέα και επιθυμητή.

Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η ηρωίδα σαν να επιχειρεί να προλάβει κάποια αντίδραση του νέου, που θα της ζητούσε, ίσως, να πάει μόνη της ή να τον αφήσει να φύγει μόνος του, προχωρά στη σύντομη αυτή στροφή σ’ έναν απολογισμό εξαίρετης επιγραμματικότητας, προκειμένου να του τονίσει πως η μοναχική πορεία δεν αποτελεί σωστή επιλογή.  
Το ξέρει πως η πορεία κάθε ανθρώπου είναι μοναχική∙ το ξέρει πως κάθε άνθρωπος βαδίζει μόνος του ακόμη και στα σημαντικότερα της ζωής -κυρίως σε αυτά-. Ωστόσο, η μοναχική αυτή πορεία δεν ωφελεί, δεν προσφέρει καμία πραγματική ικανοποίηση, κανένα κέρδος, οπότε είναι προτιμότερο -για μια φορά έστω- να ακολουθήσει μια πορεία συντροφικότητας.
Η πορεία προς το θάνατο, που είναι η παρούσα πορεία της ηρωίδας είναι γι’ αυτή επώδυνα μοναχική, εφόσον μόνη μέσα στο σπίτι βλέπει τις μέρες της να περνούν αδιάφορα και την αφήνουν να υποφέρει με τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Αντιστοίχως, όμως, ακόμη και οι στιγμές που αποτελούν τις μεγάλες καταφάσεις στη ζωή, ο έρωτας και η δόξα, είναι για τους ανθρώπους μοναχικές πορείες, αφού η δόξα αποτελεί επιβράβευση της ατομικής προσπάθειας, του προσωπικού αγώνα, αλλά και ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα κατ’ εξοχήν μοναχικό, καθώς ο ερωτευμένος παρασύρεται από μια έλξη που δεν θα μπορούσε ποτέ να την εξηγήσει πλήρως σε κανέναν άλλον, ούτε θα μπορούσε να τη μοιραστεί, αφού πρόκειται για ένα ατομικό του βίωμα -κάποτε μάλιστα μια απλή πλάνη-, που δεν γίνεται πάντοτε κατανοητό ή αποδεκτό από τους άλλους. Ενώ, δεν λείπουν κι εκείνοι οι έρωτες που μένουν χωρίς ανταπόκριση, αφήνοντας το άτομο να τους βιώνει επώδυνα μόνο του.  
Γι’ αυτό κι η ηρωίδα ζητά για μιαν ακόμη φορά στον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του∙ δίνοντας τώρα μια επαρκή αιτιολογία για την επιμονή της, αφού τόσες φορές που δοκίμασε τη μοναξιά δεν ωφελήθηκε σε τίποτα∙ δεν έζησε τίποτα με την επιθυμητή πληρότητα.

Σχήμα εξ αναλόγου: μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος [πορεύεται] στη δόξα και στο θάνατο.
Ασύνδετο σχήμα: Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Μεταφορά: πορεύεται στον έρωτα
Επαναφορά: μονάχος.... μονάχος.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό
            διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Η επιθυμία της γυναίκας να φύγει από το σπίτι δεν έγκειται μόνο στη μοναξιά της, αλλά και στη φθορά που έχει επέλθει σε αυτό, από την αναγκαστική του εγκατάλειψη, αφού η ίδια δεν μπορεί να το φροντίσει πια, αφημένη κι εκείνη στην άλωση του χρόνου. Το σπίτι μοιάζει να έχει στοιχειώσει, σαν να μην έχει ή να μη δέχεται κανένα ίχνος πραγματικής ζωής∙ διώχνει τη μοναδική του ένοικο, έτοιμο να παραδοθεί πλήρως στη διάλυσή του.
Η φθορά του σπιτιού είναι εμφανής από τη σταδιακή του κατάρρευση που προκύπτει πια χωρίς τη συμμετοχή καμίας άλλης εξωτερικής δύναμης πέρα από την ίδια την παρέλευση του χρόνου. Τα καρφιά ξεκολλάνε από μόνα τους και τα κάδρα πέφτουν, σαν να βουτάνε στο κενό –παρομοίωση. Αντίστοιχα πέφτουν κι οι σοβάδες του σπιτιού, τελείως αθόρυβα όμως∙ γεγονός που δηλώνει πως από ένα σημείο και μετά κάθε μέρα φανερώνει και νέες ζημιές, νέες φθορές που συνέβησαν τόσο ανεπαίσθητα, ώστε μόνο τυχαία τις αντιλαμβάνεται η ηρωίδα. Προκειμένου, μάλιστα, να αποδοθεί το πόσο αθόρυβα τελείται η φθορά του σπιτιού, και ειδικότερα η πτώση των σοβάδων, ακολουθούν τρεις συνεχόμενες παρομοιώσεις. Είναι σαν το αθόρυβο πέσιμο του καπέλου του πεθαμένου από την κρεμάστρα -ρεαλιστική παρομοίωση∙ είναι τόσο αθόρυβο, όπως όταν πέφτει το μάλλινο γάντι της σιωπής από τα γόνατά της -υπερρεαλιστική παρομοίωση, η οποία βασίζεται πιθανώς στην εικόνα μιας γυναίκας που αποκοιμιέται και πέφτουν από τα γόνατά της τα γάντια που είχε ακουμπήσει εκεί. Είναι, τέλος, τόσο αθόρυβο, όπως όταν πέφτει μια λωρίδα από το φως του φεγγαριού πάνω στην ξεκοιλιασμένη -φθαρμένη κι αυτή- πολυθρόνα.
Η τελευταία αυτή παρομοίωση οδηγεί τη συνειρμική εξομολόγηση της ηρωίδας σ’ ένα αντικείμενο του σπιτιού που κάποτε ήταν φιλόξενο και δεκτικό απέναντι στη ζωή. 

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση
            δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική, μπορούσες ώρες ολόκληρες να
            κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
– μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω
            στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στο βάθος λικνισμένο απ’ την ίδια
            του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει
ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου είχα μανία με τα
            μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς με το
            λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε οι εργάτες
            στ’ αντικρυνό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου∙
ποτέ μου δε φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Η ηρωίδα περνά, λοιπόν, συνειρμικά στην πολυθρόνα, η οποία αν και τελείως φθαρμένη τώρα, κάποτε υπήρξε νέα και αναπαυτική, προσφέροντας τη δυνατότητα μιας ατέρμονης ονειροπόλησης. Η προσοχή, ωστόσο, του νέου φαίνεται πως είναι στραμμένη σε μια φωτογραφία της ηρωίδας, -μια σχεδόν σκηνοθετική ένδειξη, που καθιστά εμφανή τη δράση του νέου-, εξαναγκάζοντάς τη να επισημάνει πως το σχόλιό της για τη νεότητα αφορούσε την πολυθρόνα, και όχι την ίδια. Η δυσπιστία στο πρόσωπο του νέου φανερώνει πως η τωρινή όψη της γυναίκας δεν διατηρεί πρόδηλα ίχνη κάποιας αλλοτινής ομορφιάς, γι’ αυτό κι ο νέος μοιάζει να δυσκολεύεται να πιστέψει την ταύτιση ανάμεσα στο πρόσωπο της φωτογραφίας και στη γυναίκα που έχει απέναντί του.
Η ηρωίδα πιθανώς το αντιλαμβάνεται και το γνωρίζει, γι’ αυτό και στρέφει επίμονα το λόγο της στην πολυθρόνα, η νεότητα της οποίας συνδέεται με τη δική της νεότητα, και άρα με την εποχή που τα όνειρα και οι προσδοκίες αποτελούσαν εύλογο κομμάτι της ζωής της.
Καθισμένος κανείς πάνω στην αναπαυτική πολυθρόνα, μπορούσε να ονειρευτεί για ώρες ολόκληρες -ακριβό προνόμιο κι αυτό της νεότητας- ό,τι ήθελε, όπως μια δροσερή αμμουδιά που λαμποκοπά χάρη στο φως του φεγγαριού. Η αμμουδιά που γίνεται ακόμη πιο όμορφη υπό το φως του -πάντοτε κυρίαρχου, και σε εξωτερικούς χώρους ιδωμένου θετικά- φεγγαριού, ακολουθείται συνειρμικά από μια εικόνα της τωρινής πραγματικότητας, ως ένδειξη πως πλέον η καθημερινότητα δεν επιτρέπει τις πολύωρες ονειροπολήσεις και τη θεραπευτική τους λησμονιά. Η αναφορά στα λουστρίνια διακόπτει έτσι σκόπιμα την εικόνα ομορφιάς που προηγήθηκε, αλλά δίνει τη σειρά της σε μια ακόμη εικόνα παρμένη από τη θάλασσα∙ μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να ονειρευτεί το πανί μιας ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος της θάλασσας, όχι χάρη στον άνεμο, αλλά χάρη στη δική του και μόνο θέληση∙ μια θέληση φυγής που διακατέχει, βέβαια, την ίδια την ηρωίδα.
Η αφήγηση της ηρωίδας εστιάζει ακόμη περισσότερο στο πανί της ψαρόβαρκας, το οποίο παρουσιάζεται σαν μαντήλι, διπλωμένο μόνο στα δύο∙ ένδειξη κι αυτό ελευθερίας, αφού στην πραγματικότητα ένα μαντήλι το διπλώνει κανείς για να κρατήσει κάτι μέσα του, για να κλείσει κάτι σε αυτό ή το ανοίγει διάπλατα για να αποχαιρετίσει κάποιον. Τούτο, όμως, το μαντήλι είναι διπλωμένο μόνο στα δύο, διότι δεν έχει λόγο να εξυπηρετήσει κάποια χρηστική ανάγκη, υπάρχει μόνο του, ελεύθερο, κι έτοιμο απλώς να ταξιδέψει μακριά.
Το συνειρμικό πέρασμα στα μαντήλια συνεχίζεται, καθώς η ηρωίδα αποκαλύπτει πως είχε πάντοτε μια ιδιαίτερη αδυναμία σ’ αυτά, τα οποία τα κρατούσε, όχι για να τα χρησιμοποιήσει σε κάτι, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι, αλλά γιατί απλώς της άρεσαν∙ μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια. Η απαρίθμηση, ωστόσο, των διαφόρων χρήσεων ενός μαντιλιού, δίνει την ευκαιρία στην ηρωίδα να επισημάνει στον νέο πως παρά το πέρασμα των χρόνων διατήρησε πάντοτε καλή την όρασή της, χωρίς ποτέ να φορέσει γυαλιά. Μια ελάχιστη πηγή υπερηφάνειας αυτή η διαπίστωση.

Σχήματα λόγου:
Σχήμα άρσης και θέσης: «όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία – λέω για την πολυθρόνα»
Μεταφορά: «στιλβωμένη από φεγγάρι»
Σύγκριση και λανθάνουσα παρομοίωση: «πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου»
Συνεκδοχή, το πανί αντί η ψαρόβαρκα: «ένα πανί ψαρόβαρκας»
Μεταφορά: «πού χάνεται στο βάθος»
Προσωποποίηση: «λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα»

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξη
ν’ απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα
πώς έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64, -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς όλο φως και
            ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64, – κι οι
δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σούλεγα για την
            πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τί να πρωτοδιορθώσεις; –
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα
τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθησαν
άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κ’ εσύ κι όπως κ’ εγώ
            άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη
            βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η ηρωίδα καταφεύγει στα απλά, στα τετριμμένα της καθημερινότητάς της παρατείνοντας με όποιο τρόπο τον μονόλογό της, μόνο και μόνο για να μπορέσει να κρατήσει λίγο ακόμη κοντά της τον νεαρό επισκέπτη. Γνωρίζει καλά πως όσα του λέει ελάχιστα τον ενδιαφέρουν, μα η επιθυμία να τον κρατήσει κοντά της ξεπερνά την αξιοπρεπή εκείνη διάθεση που αποτρέπει τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας από το να απασχολούν, χωρίς προφανή λόγο, τους νεότερους.
Τώρα, λοιπόν, τα μαντίλια τα χρησιμοποιεί για να κρατά τα δάχτυλά της απασχολημένα και να δίνει έτσι μια διέξοδο στην ανία και την πλήξη. Ένας απλός περισπασμός πλέον τα μαντίλια, που τα διπλώνει στα τέσσερα, στα οκτώ, στα δεκαέξι∙ ένας απλός περισπασμός που παρέχει στην ηρωίδα την αφορμή για ένα νέο συνειρμό, που την οδηγεί στο παρελθόν των παιδικών της χρόνων. Όπως, λοιπόν, διπλώνει τώρα τα μαντίλια, κάποτε με ανάλογη αρίθμηση μετρούσε τη μουσική, όταν πήγαινε στο Ωδείο, με τη μπλε ποδιά της, τον άσπρο γιακά και τα ξανθά μαλλιά της σε πλεξούδες. Η αναφορά στο χρώμα των μαλλιών επανέρχεται, ως υπόμνηση της αλλοτινής νεανικής της ομορφιάς.
Σύντροφο στο ωδείο είχε μια μικρή της φίλη «ροδακινιάς όλο φως και ροζ λουλούδια», μια έκφραση γεμάτη αγαθό λυρισμό που υπενθυμίζει την ποιητική ιδιότητα της ηρωίδας. Ωστόσο, η ίδια ζητά συγνώμη από τον νέο για το λυρικό αυτό ξεστράτισμα, σαν να αισθάνεται πως έχει περάσει πια ανεπιστρεπτί η εποχή που της ήταν επιτρεπτό να παίζει με τις λέξεις και να καταφεύγει στον ποιητικό λόγο. Τώρα πια η ηλικία της είναι τέτοια που το φως και η ευφρόσυνη διάθεση του ποιητικού λόγου, δεν έχουν πια καμία θέση.
Η αναδρομή αυτή στο παρελθόν κλείνει με την παραδοχή της ηρωίδας πως οι γονείς της είχαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό ταλέντο της∙ ελπίδες που προφανώς διαψεύστηκαν αφού πλέον το πιάνο απομένει κλειστό και αχρησιμοποίητο, κι η ίδια δεν τολμά καν να το ανοίξει. Η μουσική έχει πάψει εδώ και καιρό να αποτελεί μέρος της ζωής της.
«Λοιπόν, σούλεγα για την πολυθρόνα»: Η ηρωίδα επιστρέφει εκ νέου στη θεματική της φθοράς του σπιτιού, επαναφέροντας το λόγο της στην πολυθρόνα, η οποία έχει πια ξεκοιλιαστεί, φανερώνοντας τις σκουριασμένες σούστες της και τα άχυρα με τα οποία είναι γεμισμένη. Μια παλαιότερη σκέψη να την πάει για επιδιόρθωση εγκαταλείφθηκε, καθώς δεν υπήρχε χρόνος, χρήματα και διάθεση. Τρεις αιτιολογίες, με προφανώς σημαντικότερη την τελευταία∙ την έλλειψη διάθεσης, που χαρακτηρίζει συνολικά τη ζωή της ηρωίδας. Μπροστά στη γενικότερη φθορά του σπιτιού – τί να πρωτοδιορθώσεις; –, αλλά και με δεδομένη την ψυχική παραίτηση της ίδιας, δεν υπάρχει πράγματι καμία διάθεση να παλέψει με τη διάλυση του σπιτιού, να παλέψει με τη διάλυση της ζωής της. Αφήνονται όλα, λοιπόν, να ρημάξουν, όπως αφέθηκε κι η ίδια στην ανελέητη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου.
Η άλλη και πιο εύκολη επιλογή ήταν να καλύψει την ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα μ’ ένα άσπρο σεντόνι, μα φοβήθηκε τη λευκότητά του απέναντι σ’ ένα τέτοιο φεγγαρόφωτο, που θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή πλείστων παραισθήσεων για την ταραγμένη σκέψη της ηρωίδας. Ένα άσπρο σεντόνι πάνω στο έπιπλο, θα παρέπεμπε ευθύς στο παλιό έθιμο του πένθους, που καλούσε τους συγγενείς να καλύψουν τα έπιπλα με άσπρα σεντόνια. Οδυνηρή αφορμή πολλών ανεπιθύμητων αναμνήσεων από το παρελθόν και τους νεκρούς του.
Πάνω σ’ αυτή την πολυθρόνα, άλλωστε, κάθισαν κατά καιρούς πολλοί άνθρωποι, που ονειρεύτηκαν κι εκείνοι, όπως όλοι, όπως κι η ίδια, όπως κι ο νέος, μεγάλα όνειρα, μα «ξεκουράζονται» τώρα κάτω από το χώμα, χωρίς να τους ενοχλεί η βροχή ή το φεγγάρι. Η ηρωίδα αγγίζει το θέμα των ανθρώπων που θρήνησε, χωρίς ωστόσο να θέλει να επεκταθεί σε αυτό∙ αφήνει τους νεκρούς της ανενόχλητους να ξεκουράζονται ανεπηρέαστοι από την αλλαγή του καιρού, κι από το φως του φεγγαριού, που τόσο αναστατώνει την ίδια.   
Ο θάνατος των άλλων, που τόσο πληγώνει στα νεανικά χρόνια, μετατρέπεται με τον καιρό σ’ ένα θέμα που το αποφεύγει κανείς με κάθε τρόπο, όχι γιατί αίρεται ο πόνος της απώλειας, αλλά γιατί επέρχεται η συνειδητοποίηση πως η απόσταση ως εκείνο το πέρασμα δεν είναι πια καθόλου μεγάλη∙ παύει, άρα, να είναι ο θάνατος των άλλων, γίνεται περισσότερο ο κοινός θάνατος που αναμένει όλο και πιο ανυπόμονος.
Η επίγνωση αυτή είναι προφανής για τη Γυναίκα με τα Μαύρα, η οποία για μια ακόμη φορά ζητά από τον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του.     

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Άη - Νι-
            κόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κ’ εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το τυχαίο άγγιγμα του
            σακκακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι πούναι σα μια μεγάλη συνο-
δεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου
            εμφανίστηκε
ντυμένος την άχλυ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, τους εθυσίασα,
έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα, στη λευ-
            κότητα του σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών κι απ’ τη δισταχτικήν
            έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο, στο ποδό-
            σφαιρο (που έκανα πως δεν τάβλεπα)
- ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει
            ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν σε μιαν αποθέωση αρνημέ-
            νων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δρόμος δε μούμενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω.
            - Όχι, δε φτάνει.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η κοινή τους έξοδος θα είναι σύντομη, όπως του υπόσχεται η ηρωίδα∙ προσδιορίζει, μάλιστα, και το ακρότερο τοπικό της όριο∙ στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Άη – Νικόλα. Η ηρωίδα συζητά, λοιπόν, για τον κοινό τους περίπατο σαν να έχει λάβει ήδη την έγκριση του νέου, αν και είναι πιθανό απλώς να εκφράζει μέσα από αυτή τη βεβαιότητα την ένταση της προσδοκίας της.
Στην επιστροφή της, μάλιστα, θα έχει στο πλευρό της τη ζεστασιά από το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού του∙ λεπτομέρεια που αφενός υποδηλώνει πως η ηρωίδα είναι σαν να ζει ήδη στη σκέψη της αυτή την τόσο επιθυμητή στιγμή, κι αφετέρου προσδίδει μια αίσθηση -λανθάνοντος έστω- ερωτισμού.
Τη μοναχική επιστροφή της θα συνοδεύουν ακόμη τα τετράγωνα φώτα από τα μικρά παράθυρα των σπιτιών, αλλά και η λευκή άχνα του σεληνόφωτος, που μοιάζει με μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων. Η λυρική εικόνα, που αποδίδει με ιδιαίτερο τρόπο το παιχνίδισμα του κυρίαρχου φεγγαρόφωτος, είναι επιτρεπτή στην ηρωίδα, λόγω της ποιητικής της ιδιότητας. Όπως σχολιάζει η ίδια, άλλωστε, δεν φοβάται να καταφεύγει σε ανάλογα λυρικές και ποιητικές εκφράσεις, αφού η ενασχόλησή της με την ποίηση δεν είχε ποτέ σκοπό την μάταιη αυτοπροβολή, αλλά ήταν εξαρχής αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού, την ομορφιά και τη δύναμη του οποίου έτυχε πολλές φορές να αντικρίσει στο φως του φεγγαριού, περασμένες ανοιξιάτικες νύχτες.
Ό,τι αποδίδεται εδώ ως συνομιλία με τον Θεό, είναι προφανώς η διαπίστωση της θεϊκής δύναμης και του μεγαλείου της θεϊκής δημιουργίας, όπως αυτή προβάλλει μέσα από την ομορφιά του φυσικού τοπίου∙ και για χάρη αυτής της ομορφιάς, που ενέπνευσε την ηρωίδα και που πρόδηλα αποδεικνύει την παρουσία του Θεού, η ηρωίδα αποφάσισε να του θυσιάσει κάθε επαφή με τον έρωτα.
Η επιθυμία της, λοιπόν, για πολλούς νέους, οι οποίοι ήταν πολύ πιο όμορφοι κι από τον νέο που στέκει απόψε απέναντί της, καταπνίχτηκε, εφόσον εκείνη αποφάσισε να παραμείνει απόλυτα αγνή (λευκή) και απρόσιτη. Προτίμησε, έτσι, να φλέγεται μέσα στη λευκή φλόγα της αγνότητάς της και στη λευκότητα του σεληνόφωτος, δοσμένη στην ιδέα του έρωτα και στην επιθυμία του, αλλά όχι και στην πραγμάτωσή του. Έμεινε να φλέγεται από τα ακόρεστα μάτια των ανδρών κι από τη δισταχτική έκσταση των εφήβων –μπροστά στο νεανικό της κάλλος∙ έμεινε να πολιορκείται από ανδρικά σώματα εξαιρετικής ομορφιάς, από σώματα ηλιοκαμένα και γυμνασμένα, από μέλη δυναμωμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο και στο ποδόσφαιρο.
Ανδρικά μέλη, που η ίδια έκανε πως δεν τα έβλεπε, και τα οποία στην πραγματικότητα όντως δεν τα έβλεπε, αφού ήταν τόσο απόλυτα αποφασισμένη να διατηρήσει την αγνότητά της, ώστε το μόνο που κρατούσε από αυτά ήταν ο θαυμασμός που γεννούσαν στην ψυχή της. Θαυμασμός, όμως, καθαρά αισθητικός, που δεν λάμβανε τη μορφή σαρκικής επιθυμίας ή πολύ περισσότερο επιθυμίας για ερωτική πραγμάτωση.
«ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου»: Η ηρωίδα εκτιμούσε από ένα σημείο και μετά μόνο την ομορφιά του ανδρικού σώματος, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό της καμία άλλη σκέψη ή πρόθεση, μένοντας έτσι με την αίσθηση του θαυμασμού, κι έχοντας λησμονήσει τελικά τι ακριβώς ήταν αυτό που θαύμαζε, κι ειδικότερα γιατί της γεννούσε θαυμασμό∙ είχε λησμονήσει, δηλαδή, την έννοια της ερωτικής επιθυμίας που ξυπνούσε αρχικά στο σώμα της η θέα της ανδρικής ομορφιάς.
Με μια διαδικασία πλήρους αποστασιοποίησης η ηρωίδα απολάμβανε την αντίδραση που προκαλούσε στους άνδρες γύρω της, κι η ίδια με τη σειρά της θαύμαζε και εκτιμούσε την ομορφιά τους, αλλά δεν επέτρεπε σ’ αυτά τα συναισθήματα να εγείρουν κάποια άλλη πιο ουσιαστική, πιο πραγματική επιθυμία. Απέναντι στα πάναστρα μάτια των ανδρών, που λαμπύριζαν από πόθο κι αποκτούσαν έτσι ακόμη μεγαλύτερη γοητεία, η ίδια ανυψωνόταν, έβγαινε κερδισμένη στην πάλη της με τις αξιώσεις του κορμιού και της σάρκας, φτάνοντας σε μια αποθέωση από όλα αυτά τα αρνημένα άστρα, από όλους αυτούς τους ωραίους και θελκτικούς άντρες που απέρριψε και αρνήθηκε.
Κι ο αγώνας αυτός δεν ήταν καθόλου εύκολος, διότι, όπως σχολιάζει η ίδια, όταν πολιορκείσαι απ’ έξω, απ’ όλους δηλαδή αυτούς τους ποθητούς άνδρες, αλλά και από μέσα, από τις ίδιες σου τις επιθυμίες και ανάγκες, τότε μπορείς είτε να κινηθείς προς τα κάτω, να ενδώσεις δηλαδή στους πόθους σου, είτε να κινηθείς προς τα πάνω, επιλέγοντας το δρόμο της ενάρετης, όπως τότε τη θεωρούσε, αποχής.
Η ηρωίδα κατόρθωσε τελικά να θυσιάσει τη νεότητά της, χωρίς ποτέ να υποκύψει στους πλείστους πειρασμούς που την πολιορκούσαν, μα τώρα συνειδητοποιεί πως όλη αυτή η θυσία δεν άρκεσε για να της προσφέρει την ευδαιμονία που ποθούσε∙ όλη αυτή η θυσία δεν μεταφράστηκε ποτέ σε χαρά και ικανοποίηση. Έτσι, στρέφεται και πάλι ικετευτικά στον νέο και του ζητά να την αφήσει να τον ακολουθήσει.  

Σχήματα λόγου:
Σχήμα υπαλλαγής: «τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα» αντί για φώτα από τετράγωνα παράθυρα.
Παρομοίωση: «σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων»
Μεταφορές: «ασημένιων κύκνων»,  «ντυμένος την άχλυ και τη δόξα», «τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος», «πολλούς νέους τους εθυσίασα», «πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια», «αδηφάγα μάτια», «δισταχτικήν έκσταση» «πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα»
Συνεκδοχή: «πολιορκημένη από σώματα» αντί πολιορκημένη από άνδρες
Αντίθεση: «αδηφάγα μάτια / δισταχτικήν έκσταση»

Το ξέρω η ώρα πια είναι περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη,
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρ-
            μαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. Δε φτάνει.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

«Το ξέρω η ώρα πια είναι περασμένη»: Ο χρονικός αυτός προσδιορισμός που σε πρώτη ανάγνωση αναφέρεται κυριολεκτικά στο βράδυ της συζήτησης, υποδηλώνει σ’ ένα δεύτερο επίπεδο την περασμένη ηλικία της ηρωίδας, που καθιστά πια μάταιη κάθε προσπάθεια επανόρθωσης ή βίωσης όσων απέρριψε στα χρόνια της νεότητάς της.
Η ικεσία της ηρωίδας φτάνει σε ιδιαίτερα αποκαλυπτική ένταση σ’ αυτή τη σύντομη στροφή, όπου με πλήρη ειλικρίνεια παραδέχεται πως σε όλη της τη ζωή έμεινε αγνή, πάναγνη, αντέχοντας μέρες, νύχτες και πυρωμένα μεσημέρια τη μοναξιά της. Ενώ, ακόμη και στο συζυγικό της κρεβάτι, παρέμεινε τελικά αγνή και μόνη, αφιερώνοντας τη ζωή της στο να συνθέτει στίχους.
Ο εμφατικός τρόπος με τον οποίο δηλώνεται η αγνότητά της δεν έχει, βέβαια, στόχο να λειτουργήσει ως στοιχείο έπαρσης, τουναντίον λειτουργεί ως εμφατική απόδοση της πικρίας και της μεταμέλειάς της, αφού με δική της θέληση έμεινε μακριά από τον έρωτα, που αναγνωρίζει πλέον πως αποτελεί σημαντικότατο κομμάτι της ζωής∙ η στέρηση του οποίου δεν έρχεται χωρίς κόστος.
Η ζωή της, λοιπόν, αφιερώθηκε στον Θεό και την ηθικότητα, κι έλαβε πλήρη έκφραση μέσα από στίχους, που όπως σχολιάζει η ίδια η ηρωίδα, θα μείνουν σαν λαξευμένοι πάνω σε άμεμπτο μάρμαρο∙ θέλοντας, έτσι, να τονίσει την αγνότητα που τους διακρίνει. Στίχοι που θα διατηρηθούν πέρα από την ίδια τη ζωή της, όπως κι από τη ζωή του νέου, αφού με την αγνότητα και την αλήθεια τους θα παραμείνουν για χρόνια ως υπενθύμιση της ύπαρξής της. Ωστόσο, η επίγνωση αυτής της δόξας κι αυτής της διατήρησης, δεν αρκεί στην ηρωίδα, η οποία θα προτιμούσε σαφώς να έχει απολαύσει περισσότερο την ίδια τη ζωή, παρά να συνθέτει ποιήματα.
Έτσι, απελπισμένη μπροστά στην ίδια της τη στέρηση, στρέφεται για άλλη μια φορά στον νέο και τον ικετεύει: Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Σχήματα λόγου:
Σχήμα χιαστό: «μόνη και πάναγνη / πάναγνη και μόνη»
Αναδίπλωση: «πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ»

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με νάρθω μαζί σου.

Το σπίτι, ο μόνιμος χώρος ύπαρξης της ηρωίδας, καθίσταται σταδιακά ανυπόφορος για εκείνη. Είναι, άλλωστε, ένα σπίτι που μέρα με τη μέρα καταρρέει όλο και περισσότερο, κάνοντας την σε αυτό διαβίωση μια συνεχή προσπάθεια να το διατηρήσει όρθιο. Πρέπει να προσέχει σε κάθε της βήμα, να προσέχει κάθε στιγμή, μήπως και κάποιο σημείο του σπιτιού υποχωρήσει ή διαλυθεί. Πρέπει να στερεώνει τον τοίχο χρησιμοποιώντας το μεγάλο μπουφέ, κι ύστερα να στερεώνει τον μπουφέ με το πανάρχαιο τραπέζι∙ το τραπέζι να το στερεώνει με τις καρέκλες κι αυτές με τη σειρά τους να τις στερεώνει με τα ίδια της τα χέρια, και συνάμα να βάζει τον ώμο της κάτω από το δοκάρι που έχει κρεμάσει.
Η διάλυση του σπιτιού καθρεφτίζει, βέβαια, τη φθορά της ίδιας της γυναίκας, η οποία πέρα από το γήρας της μορφής της έχει και τις πολλαπλές εσωτερικές της πληγές να προσέχει. Κι είναι αυτές ακριβώς οι πληγές που δεν της επιτρέπουν να απολαμβάνει τη μουσική του πιάνου, το οποίο το βλέπει πια σαν ένα μαύρο κι επίφοβο φέρετρο που πρέπει να κρατά κλειστό. Το να ανοίξει το πιάνο και το να επιτρέψει στη μουσική του να ακουστεί ξανά, θα ήταν μια απερίγραπτα οδυνηρή διαδικασία, που θα έφερνε ξανά στη ζωή της ένα σωρό μνήμες από γεγονότα και πρόσωπα που προσπαθεί με τόσο κόπο να κρατά μακριά από τη σκέψη της.
Η ανάκληση του παρελθόντος θα ήταν ίσως ένα μοιραίο χτύπημα για την ήδη κλονισμένη ψυχολογία της. Πρέπει, λοιπόν, να προσέχει διαρκώς, όχι μόνο να μην πέσει το σπίτι και τα αντικείμενά του, αλλά να μην πέσει κι η ίδια. Μια κατάσταση που εύλογα έχει εξουθενώσει τη Γυναίκα με τα Μαύρα, που βλέπει εκ νέου στο πρόσωπο του νέου μια ελπίδα -τη μόνη ελπίδα- διαφυγής. 

Σχήματα λόγου:
Επαναφορά: «να στεριώνεις... να στεριώνεις... να στεριώνεις... να στεριώνεις»
Παρομοίωση: «σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο»
Επαναλήψεις: «Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις»

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια
      και ράφια.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Το σπίτι της ηρωίδας, που δέχτηκε στο πέρασμα των χρόνων τη ζωή, μα και το θάνατο πολλών ανθρώπων, δεν έχει καμία πρόθεση να πεθάνει κι αυτό, παρά την προφανή παρακμή και σταδιακή διάλυσή του. Το σπίτι παραστέκεται στους νεκρούς του, και μοιάζει μάλιστα να παίρνει ζωή από αυτούς∙ και παρόλο που γνωρίζει πως το τέλος του είναι δεδομένο και αναπόφευκτο, όσο υπάρχει, συνεχίζει να είναι αφιερωμένο στη μνήμη των ανθρώπων που το κατοίκησαν, τους οποίους επιμένει να τακτοποιεί στα ετοιμόρροπά του κρεβάτια και ράφια.
Ένα μαυσωλείο των αγαπημένων του νεκρών, με τη βοήθεια φυσικά και των αναμνήσεων της ίδιας της ηρωίδας, η οποία θέλει πια να φύγει από εκεί, να απομακρυνθεί από το χώρο, όπου ο θάνατος έχει σημαντικό πιο μεγάλο μερίδιο απ ό,τι η ζωή. Γι’ αυτό και ικετεύει ξανά τον νέο να της επιτρέψει να τον ακολουθήσει.

Σχήματα λόγου:
Προσωποποίηση: «Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει»
Επαναφορά: «να ζει... να ζει... να ζει...»

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,
κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, –
η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπό σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
      καθάριο και αδιαίρετο.

Η Γυναίκα με τα Μαύρα θέλει απελπισμένα να φύγει από το σπίτι που έχει πια αποκτήσει μια δική του ζωή ήχων και κινήσεων, έστω κι αν η ίδια προσπαθεί να καθιστά την παρουσία της όσο πιο διακριτική και ανεπαίσθητη γίνεται. Έτσι, όσο σιγά κι αν περπατά τα βράδια είτε φοράει παντόφλες είτε όχι, κάτι θα ακουστεί, κάτι θα τρίξει, ίσως ραγίσει κάποιο τζάμι ή κάποιος καθρέφτης. Το δυσοίωνο ράγισμα του καθρέφτη, συνοδεύεται από το άκουσμα βημάτων που δεν ανήκουν στην ηρωίδα, βήματα, όμως, που δεν θα μπορούσε κανείς άλλος να τ’ ακούσει, διότι είναι αυτά της προσωποποιημένης μεταμέλειας, η οποία, όπως λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα. Τα βήματα, επομένως, της μεταμέλειας είναι πάντοτε πολύ ηχηρά∙ όσο ηχηρή είναι, άλλωστε, και η μεταμέλεια για όσα παρέλειψε, απέφυγε, δεν κατόρθωσε ή δεν προσπάθησε κανείς στη ζωή του, και τώρα -που είναι πια αργά- το μετανιώνει.
Η ηρωίδα δεν έχει όμως να παλεύει μόνο με τη μεταμέλεια για όσα εκούσια στερήθηκε στη ζωή της, έχει να αντιμετωπίσει και την επίγνωση πως το κέρδος που διεκδίκησε μέσα από την απραξία της ηθικότητας δεν επήλθε ποτέ. Όταν, λοιπόν, κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη∙ στον σκονισμένο και ραγισμένο καθρέφτη, βλέπει το πρόσωπό της θαμπό και τεμαχισμένο∙ εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που σ’ όλη της τη ζωή πάσχισε να το διατηρήσει καθαρό και αδιαίρετο. Κι ενώ πίστευε τότε πως απέχοντας από τους πειρασμούς της ζωής, θα μπορεί αργότερα να επαίρεται για την αγνότητά της και για το συγκροτημένο του εαυτού της, αντιλήφθηκε στην πορεία πως όσα απαρνήθηκε, την έχουν μιάνει σαν να τα είχε ζήσει, κι αυτό γιατί δεν έπαψαν ποτέ να βασανίζουν τη σκέψη της και να της προκαλούν θλίψη. Έτσι, παρόλο που νόμιζε πως στάθηκε δυνατή στα νιάτα της, έφτασε η στιγμή να συνειδητοποιήσει πως η δύναμή της δεν ήταν τίποτε περισσότερο από δειλία απέναντι στις ανάγκες και στα κελεύσματα της ίδιας της ζωής.
Το πρόσωπο της ηρωίδας, επομένως, δεν είναι, όπως θα το ήθελε η ίδια ακέραιο, συντρίβεται κι αυτό υπό την πίεση της μεταμέλειάς της, υπό την πίεση της απόγνωσης μπροστά στην επίγνωση πως τώρα είναι πια αργά για να επανορθώσει τα λάθη του παρελθόντος. Η σιγουριά κι οι πεποιθήσεις της νεότητας, τρέπονται πλέον σε αμφιβολίες, τύψεις και ξεσπάσματα των απωθημένων επιθυμιών, θρυμματίζοντας κάθε έννοια συνοχής και ενότητας στην προσωπικότητα και στους συλλογισμούς της. 

Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, – πώς να το φέρω; – Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,
αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Το φως του φεγγαριού κάνει, στα μάτια της ηρωίδας, τα χείλη του ποτηριού -μεταφορά- να γυαλίζουν σαν ένα κυκλικό ξυράφι -παρομοίωση-, γεγονός που την αποτρέπει από το να πιει νερό, παρόλο που διψά. Η αίσθηση αυτή, πως ακόμη και το ποτήρι με το νερό ενέχει κάποιο κίνδυνο∙ αίσθηση που τη δημιουργεί εκ νέου το φεγγάρι, το οποίο στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού προκαλεί πλήθος φοβίες στη Γυναίκα με τα μαύρα, είναι ένδειξη της έντονα κλονισμένης ψυχολογίας της. Η ηρωίδα βλέπει παντού γύρω της κινδύνους, βλέπει παντού τη φθορά και το θάνατο να δημιουργούν ένα κλοιό, που όλο στενεύει.
Ωστόσο, μη θέλοντας να επιτρέψει -για την ώρα- στον νεαρό να συνειδητοποιήσει την έκταση των παραισθήσεων και των παραλογισμών της, επιχειρεί μια ενδιαφέρουσα υπεκφυγή, τονίζοντας πως η χρήση παρομοιώσεων (σαν κυκλικό ξυράφι) είναι το μόνο που απόμεινε από την παλιά της ζωή για να τη βεβαιώνει πως δεν λείπει, πως είναι ακόμη παρούσα. Η ποιητική ιδιότητα της ηρωίδας της προσφέρει αφενός τη δυνατότητα να διακωμωδεί τις ίδιες της τις φοβίες, κι αφετέρου τη δυνατότητα ενός θετικού αυτοπροσδιορισμού, εφόσον το ποιητικό της έργο είναι ό,τι κατόρθωσε να δημιουργήσει και να προσφέρει μέσα από μια ζωή ηθελημένης καταπίεσης και εκούσιων στερήσεων.
Μπροστά στο φόβο που της προκαλεί το φως του φεγγαριού πάνω στα αντικείμενα του σπιτιού, η ηρωίδα επαναλαμβάνει την ικεσία της: Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Φορές - φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης με τη γριά βαρειά του
    αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο και δεν τ’ αφήνουν
     πια να βγουν έξω
μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν το περπάτημα της γριάς
     αρκούδας –
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
    μην ξέροντας για πού και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της να διασκεδάζει τα παι-
    διά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο
   παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων, στους κρίκους των χει-
    λιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου –
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της
    ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.

Η ηρωίδα, σ’ ένα από τα πιο δυνατά σημεία του ποιήματος, περνά την αφήγησή της στις στιγμές εκείνες που, ίσως ως ανάμνηση του παρελθόντος, έχει την αίσθηση πως έξω από τα σπίτια περνά ο αρκουδιάρης με την ταλαιπωρημένη και βρόμικη αρκούδα του. Ένα πέρασμα αργό και βασανιστικό, αφού η αρκούδα είναι πια γριά και πολύ βαριά, και σηκώνει καθώς περπατά ένα σύννεφο σκόνης, το οποίο είναι σαν ιδιότυπο θυμίαμα του απόβραδου.
Ο υπαινικτικός και αλληγορικός παραλληλισμός ανάμεσα στην πορεία της γερασμένης αρκούδας και τη ζωή μιας γυναίκας, αποδίδει με ιδιαίτερη σκληρότητα το απαιτητικό και βασανιστικά ψυχοφθόρο πλαίσιο των αξιώσεων που υπήρχε απέναντι στη γυναίκα των περασμένων δεκαετιών.
Ο αρκουδιάρης φτάνει στην περιοχή αργά πια, όταν τα παιδιά έχουν επιστρέψει στο σπίτι από το παιχνίδι τους για να δειπνήσουν, κι οι γονείς τα κρατούν μέσα, έστω κι αν εκείνα ακούν ή αντιλαμβάνονται το αργό περπάτημα της γριάς αρκούδας. Κι εκείνη κουρασμένη περπατά, χωρίς να ξέρει ή να μπορεί να ελέγξει προς τα που, έχοντας κερδίσει μόνο τη σοφία που της προσέφερε η για χρόνια μοναχική της πορεία. Σοφία που της υπενθυμίζει πως παρά την κούρασή της οφείλει να ακολουθεί το αφεντικό της, διότι η όποια απειθαρχία στη θέλησή του θα έχει για εκείνη επώδυνες κυρώσεις.  
Η αρκούδα που έχει πια γεράσει δεν μπορεί να εκτελεί το συνηθισμένο της πρόγραμμα∙ δεν μπορεί πια να χορεύει και να φορά τη δαντελένια σκουφίτσα -που έκανε πιο αισθητή τη συσχέτισή της με μια γυναίκα-, για να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους και τους απαιτητικούς. Η όλη σκηνοθεσία της παράστασης, που για χρόνια έδινε και δίνει η αρκούδα, υποδηλώνουν έμμεσα τη διαρκή υποχρέωση της γυναίκας να παραμερίζει τις δικές της ανάγκες και να πασχίζει για να ευχαριστήσει όλους τους άλλους γύρω της. Είναι η μάνα που αδιάκοπα προστρέχει στις επιθυμίες και στις ανάγκες των παιδιών της∙ είναι η σύζυγος που οφείλει να φροντίζει τις απαιτήσεις του άντρα της∙ μα συνάμα είναι κι η ερωμένη που οφείλει να στολίζει τον εαυτό της, προκειμένου να είναι αρεστή και αποδεκτή. Η αναφορά, μάλιστα, στη «δαντελένια σκουφίτσα», στο στοιχείο καλλωπισμού της αρκούδας, υπαινίσσεται την αντιμετώπιση της γυναίκας ως διακοσμητικού στοιχείου στο πλαίσιο της κοινωνικής και ατομικής της ζωής.
Το πέρασμα του χρόνου και η συνεχής προσπάθεια, ωστόσο, έχουν κουράσει τόσο πολύ την αρκούδα, ώστε είναι πια έτοιμη να δηλώσει τη διάθεσή της για παραίτηση απ’ όλη αυτή την αδιάκοπη εκμετάλλευση και υποτίμηση που βιώνει. Είναι έτοιμη να αντιδράσει απέναντι στα συμφέροντα των άλλων, απέναντι στις ίδιες της τις ανάγκες, αλλά και απέναντι στη ζωή, αφήνοντας τον εαυτό της στην έστω αργή έλευση του θανάτου. Είναι, πολύ περισσότερο, έτοιμη ακόμη και να δείξει την ανυπακοή της απέναντι στο θάνατο, κερδίζοντας τη μάχη μαζί του μέσα από τη συνέχεια της ζωής, αλλά και μέσα από την επώδυνα αποκτημένη γνώση της ζωής, που μπορεί να προχωρήσει πέρα και πάνω απ’ τη σκλαβιά της. Η ύστατη αυτή ανυπακοή μπορεί να βρει την έκφρασή της μέσα από τη δράση των απογόνων της (μεταφορικά των παιδιών της αρκούδας – κυριολεκτικά των νέων γυναικών), καθώς κάθε επόμενη γενιά είναι μια συνέχεια της ζωής, και άρα μια νίκη απέναντι στο θάνατο, και συνάμα η γνώση, η επίγνωση και η συνειδητοποίηση της σκλαβιάς μεταφερόμενες στις επόμενες γενιές λειτουργούν αφυπνιστικά γι’ αυτές και τις ωθούν σε μια καίρια αντίδραση.
Η ανυπακοή της αρκούδας στα συμφέροντα των άλλων και στους κρίκους των χειλιών της που την κρατούν αιχμαλωτισμένη, και την καθιστούν για χρόνια αντικείμενο εκμετάλλευσης, δεν μπορεί, ωστόσο, να εκφραστεί με άλλο τρόπο, πέρα από τη συνέχιση της κερδοφόρας για τον αρκουδιάρη παρουσίας της, με το τελευταίο της παιχνίδι∙ με το να πλαγιάσει στο χώμα και να αφήσει τα παιδιά να πατάνε πάνω στην κοιλιά της. Ακόμη κι η εγκατάλειψη της προσπάθειας, ακόμη και η ανυπακοή της αρκούδας, αφήνει τελικά περιθώρια για να συνεχιστεί η εκμετάλλευσή της∙ με μόνη διαφορά πως πλέον δεν θα προσπαθεί, θα δέχεται απλώς παθητικά την παιχνιδιάρικη διάθεση των μικρών της πελατών να ασχολούνται μαζί της.
Η τελική ανυπακοή, πάντως, της αρκούδας απέναντι στο θάνατο μπορεί να λάβει ένα είδος δικαίωσης μόνο με τη συνέχεια της ζωής, μέσω των απογόνων, καθώς και με το πέρασμα της αποκτημένης γνώσης στις επόμενες γενιές ως μέσου προειδοποίησης και ως κάλεσμα για έγκαιρη αντίδραση.
Η ανυπακοή απέναντι στον πόνο και στη ζωή είναι, βέβαια, ένας αγώνας που η αρκούδα γνωρίζει πως δεν μπορεί να κερδίσει, γι’ αυτό κι είναι διατεθειμένη να τον εγκαταλείψει παραιτούμενη απ’ την ίδια τη ζωή, έστω κι αν αντιλαμβάνεται πως ο θάνατος δεν μπορεί να επέλθει τόσο γρήγορα ή τόσο απλά.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της στις πενταροδεκάρες που τις
     ρίχνουνε τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Όπως δηλώνεται μέσα από το ρητορικό ερώτημα του ποιήματος «Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;», η σκλαβιά της αρκούδας συνεχίζεται χωρίς δυνατότητα διαφυγής κι εκείνη αναγκάζεται να υπακούσει στο λουρί και στους κρίκους της∙ αναγκάζεται να υποταχθεί στα δεσμά της. Διαπίστωση που υποδηλώνει το μάταιο κάθε προσπάθειας της αρκούδας να αντιδράσει απέναντι στην αιχμαλωσία της.
Η αρκούδα αναγκάζεται να συνεχίσει την παράστασή της χαμογελώντας με τα σκισμένα της χείλη στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουν∙ λέγοντας ευχαριστώ, γιατί οι αρκούδες που γεράσανε το μόνο που έμαθαν να λένε είναι ευχαριστώ. Μια πολύ έντονη αποτύπωση της σκλαβιάς που βιώνουν οι γυναίκες και μια ακόμη πιο σκληρή υπενθύμιση πως είναι όχι μόνο αναγκασμένες να πασχίζουν για την ελάχιστη αναγνώριση απ’ τη μεριά των άλλων, μα και να τους ευχαριστούν για τα ψήγματα ανταπόδοσης που τους δίνουν.
Ο Γιάννης Ρίτσος είτε γιατί έχει κατά νου μια προγενέστερη εποχή είτε γιατί δε διστάζει να φανερώσει και τις πλέον σκληρές πτυχές του βίου των γυναικών, υπαινίσσεται στοιχεία πολύ επώδυνα, τα οποία φέρνουν στην επιφάνεια την ιδιότυπη σκλαβιά των περισσότερων γυναικών, που είναι αναγκασμένες να ζουν για τους άλλους, και να πασχίζουν για τη φροντίδα των άλλων.
Για την αρκούδα-γυναίκα το ζήτημα δεν είναι πια οι απλές χαρές της ζωής και η ανάγκη για ελευθερία, είναι πολύ περισσότερο ζήτημα επιβίωσης, εφόσον η γερασμένη αρκούδα έχει φτάσει στο έσχατο σημείο να θέλει πια να παραιτηθεί πλήρως απ’ τη ζωή, τόσο εξαντλημένη απ’ την αθλιότητα της αιχμαλωσίας της. Και ως στοιχείο εμφανέστατης αντίθεσης, απέναντι στη γερασμένη αρκούδα βρίσκονται τα μικρά παιδιά, που της ρίχνουν πενταροδεκάρες, για να την ανταμείψουν για τη διασκέδαση που τους προσφέρει. Κίνηση που θα μπορούσε να θεωρηθεί εξαιρετικά μειωτική, αν δεν προερχόταν από ανυποψίαστα παιδιά, τα οποία σαφώς και δεν αντιλαμβάνονται το δράμα που παίζεται μπροστά στα μάτια τους. Έτσι, τα μικρά παιδιά διατηρούν την ομορφιά τους -κυρίως την εσωτερική ομορφιά τους-, ακριβώς γιατί δεν κατανοούν σε ποιου είδους μαρτύριο συναινούν με την παρουσία και με τις πενταροδεκάρες τους.  

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρογγυλά, μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου – δεν μπορώ να τα ξεκολ-
     λήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαι-
     νουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει
    αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Η ηρωίδα αισθάνεται πως το σπίτι της στο οποίο είναι αναγκασμένη να ζει μόνη της έχει φτάσει στο σημείο να την πνίγει -μεταφορά. Αναφορά, η οποία μέσα από μια εκτεταμένη υπερρεαλιστική εικόνα μοιάζει να λαμβάνει κυριολεκτική σημασία, αφού το βίωμα του πνιγμού, της ασφυξίας, τρέπεται σε αληθινό με τη μεταμόρφωση της κουζίνας σε βυθό της θάλασσας. Κάθε οικείο και καθημερινό αντικείμενο της κουζίνας γίνεται αίφνης στοιχείο του βυθού∙ τα γυαλιστερά μπρίκια μοιάζουν με μάτια ψαριών και τα πιάτα κινούνται σαν μέδουσες -παρομοιώσεις.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα νιώθει πως πάνω στα μαλλιά της πιάνονται φύκια και όστρακα που την τραβούν προς τα κάτω και δεν της επιτρέπουν να ανέβει πάλι στην επιφάνεια. Η σκηνή, μάλιστα, της καταβύθισης αποδίδεται με μια εικόνα που θα μπορούσε κάλλιστα να αποδίδει την εικόνα ενός αληθινού λιποθυμικού επεισοδίου. Ο δίσκος πέφτει από τα χέρια της ηρωίδας κι εκείνη σωριάζεται στο πάτωμα-βυθό. Ύστερα, όπως ακριβώς θα συνέβαινε αν βρισκόταν στο βυθό της θάλασσας βλέπει τις φυσαλίδες που σχηματίζει η ανάσα της να ανεβαίνουν προς την επιφάνεια του νερού.
Η καταβύθιση αυτή φανερώνει αυτό που θα γίνεται στη συνέχεια ολοένα και πιο σαφές, ότι η ηρωίδα είναι τόσο ψυχικά κλονισμένη, ώστε δεν διατηρεί πάντοτε ακέραιη την επαφή της με την πραγματικότητα. Η μοναξιά κι ο εσωτερικός της πόνος την ωθούν να αναζητά με κάθε τρόπο διαφυγή από την αλήθεια της ζωής της∙ διαφυγή η οποία δεν μπορεί παρά να γίνεται στο ασφυκτικό πλαίσιο του σπιτιού, διότι δεν της είναι προφανώς εφικτή μια πραγματική απομάκρυνση από το σπίτι. Έτσι, η ηρωίδα δραπετεύει νοητά σε κόσμους της φαντασίας και της αναπόλησης∙ σε κόσμους που τη φέρνουν κοντά στον παραλογισμό.
Η ίδια, βέβαια, δεν αντικρίζει αυτές τις απόπειρες διαφυγής ως παραλογισμό, τις θεωρεί περισσότερο ως προσπάθειες πλήρους αποστασιοποίησης από την ίδια της τη ζωή, από την επώδυνη πραγματικότητά της, κι αυτό υποδηλώνεται από το αυτοσαρκαστικό σχόλιο για το τι θα σκέφτεται κάποιος που βλέπει τις φυσαλίδες από την ανάσα της∙ θα αναρωτιέται αν πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος
    του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κ’ ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια∙
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω∙
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η ηρωίδα αφημένη στο αίσθημα του πνιγμού∙ αφημένη στο βυθό του συναισθηματικού της κόσμου, όπου περιηγείται χωρίς κανένα έλεγχο ή ειρμό, γι’ αυτό και το θεωρεί ως φονική σχεδόν κατάδυση, ανακαλύπτει πλήθος θησαυρών. Πρόκειται για όλα εκείνα που κέρδισε ή έχασε στο πέρασμα της ζωής της, τις μικρές στιγμές ευτυχίας της νεότητας, μα και τα όνειρα που διαψεύστηκαν, αφήνοντας ωστόσο πίσω τους τη δυνατότητα μιας καθαρότερης θέασης των πραγμάτων, χρήσιμη για τη γόνιμη πτυχή της ηρωίδας∙ την ποιητική της φύση, που μπόρεσε να αντλήσει από τα περιστατικά του παρελθόντος το υλικό της ποιητικής της δημιουργίας.
Η εμπειρία της ζωής, τα γεγονότα και οι άνθρωποι που την επηρέασαν της επέτρεψαν να αντλήσει τη σοφία εκείνη -την ικανότητα να αντικρίσει και να κατανοήσει σε ικανό βαθμό την πραγματικότητα- που αποτυπώθηκε στους στίχους της, και με το πέρασμα των χρόνων αποτέλεσε πηγή χαράς κι ενθουσιασμού, όταν συνειδητοποίησε την εγκυρότητα των στοχασμών και των συμπερασμάτων της. Οι στίχοι της, με την αλήθεια που κατόρθωσε να τους δώσει, κέρδισαν μια μονιμότερη θέση∙ μια θέση αθανασίας, που επιφυλάσσεται μόνο στους ποιητές εκείνους που μπόρεσαν να βυθιστούν πραγματικά στα πιο μύχια της ψυχής τους και να αντλήσουν αλήθειες ακλόνητες. Τούτη είναι η μόνη χαρά της ηρωίδας-ποιήτριας, η «επαλήθευση αιωνιότητας» όσων κατέγραψε στο έργο της, το οποίο περιέχει και τις πικρίες της ζωής της, μα και εικόνες άπειρου κάλλους -κοράλλια, μαργαριτάρια, ζαφείρια-, που καθρεφτίζουν την αγαθότητα, την αγνότητα και την ομορφιά της ψυχής της, την οποία κράτησε η ίδια με κάθε κόστος μακριά από τους πειρασμούς.
Το έργο ζωής αυτό, η ηρωίδα διστάζει να το δώσει στους άλλους ανθρώπους ή καλύτερα το δίνει, το προσφέρει, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρη αν εκείνοι μπορούν ή θέλουν να το πάρουν. Δεν είναι βέβαιη, όπως και κάθε άλλος ποιητής άλλωστε, για το αν το έργο της θα εκτιμηθεί πλήρως, αν θα γίνει κατανοητό, κι αν ίσως έχει την αξία, που η ίδια θεωρεί ότι έχει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το έργο αυτό είναι ό,τι μπόρεσε να προσφέρει η ηρωίδα μέσα από τις διαψεύσεις και μέσα από τις θελημένες στερήσεις της ζωής της, και τώρα πια δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει. Τώρα πια το μόνο που θέλει είναι να απομακρυνθεί από τον εγκλωβισμό του σπιτιού της, γι’ αυτό και ζητά ακόμη μια φορά από τον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του.    

Σχήματα λόγου:
Επαναφορές: «κοράλλια και μαργαριτάρια / κοράλλια και μαργαριτάρια», «μονάχα που δεν ξέρω - μονάχα που δεν ξέρω»

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο νάναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Η Γυναίκα με τα Μαύρα, σαν να αντιλήφθηκε κάποια πρόθεση του νεαρού να βγουν από το σπίτι, του ζητά να της δώσει μια στιγμή για να πάρει τη ζακέτα της. Ο καιρός είναι, άστατος, όπως σχολιάζει και πρέπει κανείς να φυλάει την υγεία του. Ενδιαφέρουσα διάθεση αυτοπροστασίας, αν αναλογιστεί κανείς την παραίτηση και την γενικότερη απόγνωση που χαρακτηρίζει τις περισσότερες φορές την ηρωίδα.
Η ηρωίδα στρέφεται, μάλιστα, προς τον νέο και τον ρωτά αν συμφωνεί κι εκείνος πως το φεγγάρι επιτείνει την ψύχρα της βραδινής υγρασίας, προσδίδοντας έτσι μια διαφορετική λειτουργία στο φεγγάρι, το οποίο συνήθως, όταν συνδέεται με τον εξωτερικό χώρο, έχει ευεργετική επίδραση.
Η όλη στροφή με την αναφορά στο πρακτικό θέμα της ζακέτας επιτρέπει μια αποκλιμάκωση σε σχέση με την εσωτερική ένταση των στροφών που προηγήθηκαν, αλλά και αυτών που έπονται.

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
– τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω – κι όταν σηκώνω το φλιτζά-
     νι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του∙
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δυνατή μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοι-
     τάχτε,
ακούστε με που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, –
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Με πρόφαση την ψύχρα της βραδιάς η ηρωίδα αγγίζει τον νέο για να του κουμπώσει το πουκάμισο κι αισθάνεται έτσι το δυνατό του στήθος. Χωρίς, μάλιστα, να μπορεί να συγκρατήσει την έκπληξή της από την αίσθηση του στήθους του, το σχολιάζει, μόνο και μόνο για να σπεύσει να αλλάξει τη συζήτηση, μη θέλοντας να προδοθεί περαιτέρω η αναστάτωσή της∙ εμφανής έκφανση κι αυτό το περιστατικό της βαθιάς συστολής της. Έτσι, από την αναφορά στο στήθος του, περνά στο φεγγάρι, κι από εκεί αμέσως στην πολυθρόνα, πασχίζοντας να επανακτήσει τον αυτοέλεγχό της.
Εντελώς ασυνάρτητα και απροσδόκητα, λοιπόν, αλλάζει για μια ακόμη φορά το θέμα του μονολόγου της και προχωρά σε μια παραδοχή, που αποκαλύπτει ακόμη περισσότερο τη μοναξιά της, αλλά και τον αναπόφευκτο ίσως ψυχικό της κλονισμό. Όταν σηκώνει το φλιτζάνι από το τραπέζι στη θέση του μένει μια «τρύπα σιωπή»∙ το ίχνος πάνω στο σκονισμένο τραπέζι, γίνεται αίφνης μια επώδυνη υπενθύμιση πως στέκει εκεί μόνη της, δίχως κανέναν για να μιλήσει μαζί του. Σπεύδει, επομένως, να καλύψει με το χέρι της αυτή την τρύπα στο τραπέζι, για να μην κοιτάξει μέσα, για να μην αφεθεί στον πόνο της συνειδητοποίησης, κι αμέσως έπειτα ακουμπά και πάλι το φλιτζάνι για να καλύψει το κενό.
Το ίχνος πάνω στο τραπέζι, όμως, δεν είναι η μόνη υπόμνηση του κενού στη ζωή της, ακόμη και το φεγγάρι, που επίμονα επανέρχεται στην αφήγησή της, μοιάζει με μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου, μοιάζει με μια τρύπα που σου επιτρέπει να αντικρίσεις πράγματα απρόσμενα, που θα ήταν καλύτερο να μένουν κρυμμένα. Στρέφεται, έτσι, προς τον νέο και του ζητά να μην κοιτάξει στην ιδιότυπη αυτή τρύπα -το φεγγάρι-, διότι η δύναμή του είναι μαγνητική και μπορεί να σε παρασύρει. Η παράκλησή της προς τον νεαρό επαναλαμβάνεται, κι αμέσως τρέπεται σε παράκληση και προς τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι οποίοι κινδυνεύουν επίσης να πέσουν μέσα στην τρύπα αυτή που προκαλεί δέος. Η ηρωίδα εμφανίζεται εδώ να απευθύνεται σ’ ένα φανταστικό ακροατήριο∙ ένδειξη παραλογισμού ίσως, που μας προετοιμάζει για την παραδοχή που ακολουθεί, για τις μυστηριακές φωνές που ακούει, κι οι οποίες πιστοποιούν ακόμη περισσότερο την ακραία ψυχολογική της περιδίνηση.
Το φεγγάρι αποτελεί για την ηρωίδα την είσοδο σ’ ένα κόσμο εσωτερικής καταβύθισης, που προκαλεί έναν ωραίο και ανάλαφρο ίλιγγο, αφού τη φέρνει στα όρια του παραλογισμού. Κι εκεί ακριβώς στο μεταίχμιο λογικής και τρέλας, η ηρωίδα βλέπει το φεγγάρι σαν ένα μαρμάρινο πηγάδι, που μέσα του κινούνται ίσκιοι και βουβά φτερά∙ ένα μαρμάρινο πηγάδι μέσα από το οποίο ακούγονται μυστηριακές φωνές∙ απεικάσματα όλα του παρελθόντος, των απωθημένων επιθυμιών, μα και της ολοένα και πιο αδύναμης επαφής της με την πραγματικότητα.
Η ηρωίδα μέσα στην εξαναγκαστική της μοναξιά ερωτοτροπεί όλο και περισσότερο με την αποδέσμευση από τη λογική και την πραγματικότητα∙ εφόσον αυτή η κατάσταση της επιτρέπει την απομάκρυνση από τους πολύ πιο επίφοβους δαίμονες της πραγματικότητας: τη μοναξιά και την επίγνωση πως άφησε τη ζωή της να φύγει χωρίς ποτέ να ζήσει τίποτε. Κι είναι τόσο έντονη αυτή η απομάκρυνση από τη λογική, ώστε παρουσία του νεαρού, ρωτά με απορία τους υποτιθέμενους ακροατές της για το αν ακούν τις φωνές μέσα από το πηγάδι του φεγγαριού.
Εύλογη η εικασία πως όταν η ηρωίδα είναι τελείως μόνη της προχωρά συχνά σε διαλόγους με τους ανύπαρκτους αυτούς ακροατές∙ πρόσωπα ίσως του παρελθόντος ή νέα αποκυήματα της μοναξιάς της.   

Βαθύ – βαθύ το πέσιμο,
βαθύ – βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθειά – βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο
    σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος. Έτσι κά-
     θε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Η καταβύθιση στον εσωτερική της κόσμο την οδηγεί πολύ βαθιά σε μια πτώση ικανή να τη βλάψει συναισθηματικά, μα και σε μια πτώση που μπορεί να τη λυτρώσει από την πραγματικότητα της παρούσας κατάστασής της. Έτσι, συχνά η βαθιά πτώση οδηγεί σ’ ένα πολύ βαθύ ανέβασμα πέρα και πολύ πάνω από τα παρόντα, τα τετριμμένα, τα καθημερινά. Ένα ανέβασμα ανάλογο εκείνης της φανταστικής πτήσης που προκύπτει από το θρόισμα του φουστανιού της, με το άγαλμα της υπόστασής της να αναδύεται αέρινο, απαλλαγμένο από τις θλίψεις και τον πόνο της καθημερινότητας, και με το σώμα του σφιχτό, νεανικό, μέσα στη δυνατότητα φυγής που προσφέρουν τα ανοιχτά φτερά του. Όσο επίφοβη κι αν μοιάζει, λοιπόν, η περιδιάβαση στα μύχια του εαυτού και των σκέψεων, έχει ωστόσο συχνά ένα πολύτιμο κέρδος, μια απρόσμενη και λυτρωτική φυγή∙ πρόκειται για ένα ευπρόσδεκτο δώρο της αμείλικτης -της δίχως έλεος- σιωπής, που συνοδεύει την απόλυτη ερημία της.
Κλονισμένη ψυχολογικά η Γυναίκα με τα Μαύρα από τη συνεχή αναμέτρηση με τη μοναξιά και την οδύνη των απωθημένων επιθυμιών, αφήνεται σ’ ένα βύθισμα στον εσωτερικό της κόσμο, που της επιτρέπει να αντικρίσει τη μόνη πια απαντοχή της∙ τις τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης, με την άλλη όχθη να υπονοεί είτε το πέρασμα στον θάνατο ή μιαν απρόσμενη φυγή σ’ έναν ζωντανό κόσμο -ουσιαστικό απρόσιτο για εκείνη- μακριά από τη μοναξιά, τη θλίψη και τις αναμνήσεις της. Η ηρωίδα περιγράφει στον νέο τη διαδρομή της εσωτερικής αυτής καταβύθισης, η οποία δεν οδηγεί πια στην ελευθερία μιας πτήσης, αλλά σε μιαν άλλη διαφορετική ελευθερία, σε αυτή που χαρίζει το κολύμπι στην απέραντη θάλασσα, σ’ έναν ωκεανό, που σε φέρνει -ή ελπίζεις πως σε φέρνει- στην άλλη όχθη, καθώς ταλαντεύεσαι στο ίδιο σου το κύμα∙ καθώς ταλαντεύεσαι στα ανεβοκατεβάσματα και στην ταραχή των ίδιων σου των συναισθημάτων και σκέψεων.
Η εγκατάλειψη στην εσωτερική αυτή αναζήτηση προκαλεί έναν ίλιγγο, ωραίο και ανάλαφρο, αφού σε απομακρύνει από την τυραννία του παρόντος και της λογικής, ενέχει, όμως, τον σαφή κίνδυνο να πέσεις, να ξεφύγεις απ’ όσα σε κρατούν στον κόσμο της πραγματικότητας, και να χαθείς δια παντός απ’ τον στέρεο κόσμο της λογικής σκέψης και συνείδησης. Έτσι, η ηρωίδα παροτρύνει με τρυφερότητα τον νέο να προσέχει, αν αφεθεί σ’ αυτή την εσωτερική διαδρομή, και να μην παραδειγματίζεται από την ίδια, διότι εκείνη έχει συνηθίσει τόσο πολύ να χάνεται στις σκέψεις της, ώστε ο ίλιγγος αυτός, η ταλάντευση ανάμεσα στη λογική και στην παράνοια, αποτελούν πια μέρος της καθημερινότητάς της. Μη έχοντας την παρηγοριά της συντροφιάς ή της ζωτικής ενεργητικότητας, αφήνεται καθημερινά στη δελεαστική ερωτοτροπία με τον παραλογισμό, γι’ αυτό και κάθε απόβραδο έχει πονοκέφαλο και ζαλάδες∙ εξαντλημένη από την έμμονη αναζήτηση της εσωτερικής δράσης και ζωής, που θα την απαλλάξει από την αδράνεια και την απουσία ζωής που έχει δεσμεύσει πια την πραγματικότητά της.

Σχήματα λόγου:
Επαναφορά: «Βαθύ – βαθύ / βαθύ – βαθύ»
Επανάληψη: «ο ίλιγγος τούτος / ο εξαίσιος ίλιγγος»

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμμιάν ασπιρίνη,
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες
     του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ’ ετοιμάζω δυό –ποιος να τον πιεί τον άλλον;-
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τον πράσινο
     γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια, τη μαύρη τσάν-
    τα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες – τι να τις κάνεις;
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η ηρωίδα περνά στην περιγραφή της μοναχικής της καθημερινότητας, που χαρακτηρίζεται από τη διάθεση παραίτησης, μα και το επώδυνο της απουσίας του άλλου ανθρώπου, του συντρόφου.
Ο πονοκέφαλός της, γέννημα της συνεχούς σκέψης και της αδιάκοπης επιστροφής στο παρελθόν, δεν είναι πάντοτε ικανός να την ωθήσει στην αναζήτηση παραμυθίας και ανακούφισης. Μένει έτσι, κάποτε, πλήρως αδρανής να πονά, και ν’ ακούει μέσα στην απόλυτη ησυχία τον κούφιο θόρυβο των σωλήνων του νερού. Μια κατάσταση παραίτησης, που φανερώνει έξοχα την απροθυμία της ηρωίδας έστω και να παρακινηθεί απ’ τις ανάγκες του ίδιου του σώματός της. Είναι, άλλωστε, ο σωματικός αυτός πόνος μια συντροφιά, ένα δικό της κεκτημένο, που της θυμίζει πως είναι ακόμη ζωντανή∙ πως μπορεί ακόμη να αισθανθεί κάτι.
Άλλοτε, πάλι, μη θέλοντας -ή μη έχοντας την απαιτούμενη ενέργεια- να πάει ως το φαρμακείο, σηκώνεται να ψήσει ένα καφέ, αλλά μόνιμα αφηρημένη όπως είναι, παρασύρεται από την ασύνειδη ανάμνηση της συντροφιάς και ετοιμάζει δύο καφέδες. Μόνο και μόνο για να βρεθεί αντιμέτωπη με την πραγματικότητα της ερημίας της. Ποιος να πει τον άλλο καφέ;
Κι είναι τόσο απόλυτη η μοναξιά της, μετά από μια ολόκληρη ζωή, ώστε μοιάζει με πικρό αστείο. Αφήνει, έτσι, τον καφέ στο περβάζι να κρυώνει -σε μάταιη αναμονή της συντροφιάς- ή, κάποιες φορές, πίνει η ίδια κι αυτό τον δεύτερο, τον περιττό καφέ, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο -σταθερά άπραγη- την πράσινη λάμπα του φαρμακείου, που της φαίνεται αίφνης σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τρένου –παρομοίωση- που έρχεται να την πάρει μακριά, και να τη λυτρώσει από την κενότητα της ζωής της. Ένα τρένο που θα την υποδεχτεί με τα μαντίλια της, με τα στραβοπατημένη παπούτσια της, με την μαύρη της τσάντα –-το μαύρο είναι το χρώμα του πένθους, αλλά και των επίσημων ενδυμάτων-, και με το μόνο της επίτευγμα∙ τα ποιήματά της, αλλά χωρίς καθόλου βαλίτσες. Τι να τις κάνει, άλλωστε, και σε τι να χρειαστούν, αφού οι βαλίτσες υπονοούν την ύπαρξη μέλλοντος και σχεδίων∙ υπονοούν την ύπαρξη μιας συνέχειας, που για την ηρωίδα δεν είναι πια υπαρκτή ή εφικτή.
Οι βαλίτσες, βέβαια, μπορούν να ιδωθούν τελείως διαφορετικά, ως φορείς δηλαδή των αναμνήσεων και του παρελθόντος∙ στοιχεία από τα οποία η ηρωίδα θέλει επίμονα να απαλλαγεί.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ζητά για τελευταία φορά από τον νέο να την αφήσει να έρθει μαζί του, να της επιτρέψει την ύπαρξη μιας πρόσκαιρης έστω συντροφιάς∙ να της επιτρέψει τη δυνατότητα μιας εξόδου από τη φυλακή της βασανιστικής της μοναξιάς.
  

Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θάρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει
να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, –
ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Μόλις ο νεαρός αποφασίζει να φύγει από το σπίτι, διακόπτοντας απότομα και απροειδοποίητα την επίσκεψή του, η Γυναίκα με τα Μαύρα δεν τον ακολουθεί, παρά το γεγονός ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή ζητούσε ακριβώς αυτό. Η μάλλον απρόσμενη άρνησή της να τον ακολουθήσει οφείλεται ίσως στο γεγονός ότι ο νεαρός δεν φάνηκε να συναινεί ένθερμα στην παράκλησή της ή πιθανότερα στο γεγονός ότι η ηρωίδα έχει περάσει όλα της τα χρόνια να απέχει από οποιαδήποτε πραγμάτωση, ώστε πλέον έχει γίνει μέρος της φύσης της να κρατά τις επιθυμίες της σ’ ένα καθαρά θεωρητικό επίπεδο, χωρίς ποτέ να τις υλοποιεί∙ ακόμη κι όταν της δίνεται η ευκαιρία. Μια γυναίκα που πέρασε τη νεότητά της να απαρνιέται κάθε πιθανή ευκαιρία να βιώσει κάτι αληθινό, αρκείται τώρα πια μόνο στο να μιλά για όσα επιθυμεί∙ κι αυτό ακριβώς είναι ό,τι απομένει από αυτή την εξομολόγηση, η ευκαιρία να αποκαλύψει σε κάποιον όσα την απασχολούν, όσα στερήθηκε κι όσα ταλανίζουν επίμονα τη σκέψη της.
Η άρνησή της που λειτουργεί -υπό μία έννοια- ως ύστατη προσπάθεια διατήρησης της αξιοπρέπειάς της απέναντι στον νεαρό επισκέπτη, την παράταση της συντροφιάς του οποίου ζήτησε παρακλητικά ήδη πολλές φορές, κλείνει μ’ ένα «Ευχαριστώ», που μπορεί να ερμηνευτεί διττώς. Σε πρώτο επίπεδο τον ευχαριστεί για την εικαζόμενη πρότασή του να τον συνοδεύσει μέχρι παρακάτω, όπως επίμονα τον ικέτευσε η ίδια∙ σε δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, η ευχαριστία αφορά την εκεί παρουσία του και το γεγονός ότι της επέτρεψε να μιλήσει σε κάποιον για τη μοναξιά και τις μεταμέλειές της.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα δηλώνει πως θα βγει αργότερα μόνη της από το τσακισμένο σπίτι είτε αναβάλλοντας -και πιθανώς ματαιώνοντας για άλλη μια φορά την έξοδό της- είτε επιβεβαιώνοντας πως είναι πια έτοιμη να βγει χωρίς να χρειάζεται τη συνοδεία κάποιου άλλου. Θέλει, μάλιστα, να βγει, όχι για να δει το φεγγάρι, που ούτως ή άλλως συνοδεύει τις νύχτες της ερημίας της, αλλά για να αντικρίσει τη θαυμαστή πολιτεία που τόσο την συγκινεί. Την πολιτεία των ανθρώπων με τα ροζιασμένα χέρια από τη σκληρή δουλειά∙ την πολιτεία που η ύπαρξή της βασίζεται ακριβώς σε αυτούς τους ανθρώπους που παλεύουν για το μεροκάματο κι έχουν την πάλη τους για το ψωμί, για την επιβίωσή τους, ως σκοπό που καθαγιάζει την καθημερινή τους προσπάθεια, κι έχουν τη δύναμη των χεριών τους ως μόνο μέσο για να τα καταφέρουν.
Η πολιτεία αυτή που υπάρχει χάρη και προς όφελος των απλών της ανθρώπων, αντέχει και ανέχεται, όχι μόνο το θεμιτό τους αγώνα, μα και τις μικρότητές τους, τις ζήλειες και τις έχθρες τους, που συνοδεύουν αξεδιάλυτα τη δική τους προσπάθεια να επιβιώσουν με την αντιπαλότητα και το φθόνο απέναντι στις αντίστοιχες προσπάθειες κι επιτεύξεις του άλλου ανθρώπου. Η πολιτεία αντέχει να κουβαλά και να φέρει μέσα της όλα τα καλά κι όλα τα αρνητικά των ανθρώπων της, οι οποίοι αντέχουν τον καθημερινό τους αγώνα με την προσδοκία να επιτύχουν κάποτε κάτι το σημαντικό∙ φιλοδοξούν κι ας είναι επί της ουσίας χαμένοι μέσα στην άγνοιά τους, χωρίς αληθινή επίγνωση της πραγματικότητας και των δυνάμεων που κινούν και υποτάσσουν τη ζωή τους∙ φιλοδοξούν αδιάκοπα μέχρι που η φθορά του γήρατος τους καταβάλει κι απονεκρώνει τη θέλησή τους.
Σ’ αυτή την πολύβουη πολιτεία θέλει να βρεθεί η Γυναίκα με τα Μαύρα για να μπορέσει να ξεχάσει όλα εκείνα που βασανίζουν αέναα τη σκέψη της∙ για να μπορέσει να χαθεί μέσα στην πολυδύναμη δράση της πολιτείας και υπό τον ήχο της ακατάλυτης ενεργητικότητάς της να μην ακούει πια τα βήματα του νέου, τα βήματα του πειρασμού μιας περασμένης για εκείνη νεότητας, μιας χαμένης πια ευκαιρίας να βιώσει τη ζωή και τον έρωτα, αλλά και για να μην ακούει τα βήματα του Θεού, τα βήματα και τις αξιώσεις της ηθικότητας που την κράτησαν δέσμια μιας επώδυνης απραξίας, η οποία την απέτρεψε από το να αφεθεί στα κελεύσματα της ζωής∙ για να μην ακούει τέλος ούτε τα δικά της βήματα∙ βήματα αθεράπευτης φθοράς, βήματα μεταμέλειας, απόγνωσης και πικρής απογοήτευσης, που την οδηγούν αλάθητα προς το θάνατό της, έστω κι αν μέχρι εκείνη τη στιγμή θα πρέπει να υπομένει το συνεχή έλεγχο της συνείδησής της για όσα δεν έζησε, για όσα απαρνήθηκε και για όσα στερήθηκε.
Η Γυναίκα με τα Μαύρα, καληνυχτίζει κι αποχαιρετά τον νέο, γνωρίζοντας πως εκείνος φεύγει προς τις άπειρες δυνατότητες και προσδοκίες της νεότητάς του, ενώ εκείνη θ’ απομείνει καταδικασμένη στην πορεία του ολέθρου της, με μόνη συντροφιά, όχι τις μνήμες μιας γεμάτης ζωής, αλλά τις για καιρό απωθημένες και ματαιωμένες τις επιθυμίες, που επιστρέφουν πια ασυγκράτητες για να τη βασανίζουν μέχρι το τέλος. 

Σχήματα λόγου:
Προσωποποίηση της πολιτείας (την πολιτεία που ορκίζεται)
Αναδίπλωση και επαναφορά (την πολιτεία... την πολιτεία... την πολιτεία)

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θάκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο Νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κ’ ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Άη – Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, - ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο νάναι ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: «Η παρακμή μιας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ’ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει)…

ΑΘΗΝΑΙ, Ιούνιος 1956

Το αιφνίδιο σκοτείνιασμα του δωματίου με την παροδική απόκρυψη του φεγγαριού μας παραπέμπει στο θεατρικό κλείσιμο, όπου πέφτει η αυλαία κι ακούγεται ως αποχαιρετισμός η μουσική που συνόδευε διακριτικά την παράσταση. Η μουσική, εδώ, είναι η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», επισφραγίζοντας την κυριαρχία του φεγγαριού σ’ όλη την ποιητική σύνθεση, και φυσικά σ’ όλη αυτή τη δραματική εξομολόγηση, που δεν θα μπορούσε να είναι εφικτή παρά μόνο υπό το υποτονικό φως του φεγγαριού που καλεί επίμονα σε απολογισμούς με τη μελαγχολική διάθεση που προκαλεί.
Ο ποιητής-αφηγητής εικάζει τις κινήσεις των προσώπων του έργου του, θέλοντας έτσι να επιτρέψει μια πιθανά διαφορετική έκβαση της ιστορίας και των συναισθημάτων τους. Ο νέος απομακρύνεται από το σπίτι της Γυναίκας με τα Μαύρα νιώθοντας απελευθερωμένος από την αποπνικτική ατμόσφαιρα των αναμνήσεων, των μεταμελειών και της πικρίας∙ χαμογελά ειρωνικά, ίσως και με συμπόνια, αφού ο ίδιος χάρη στο άφθαρτο κάλλος της νεότητάς του δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από όλα αυτά∙ οι δικοί του δρόμοι είναι ανοιχτοί κι η ζωή είναι μπροστά του για να την απολαύσει σε όλη της την πληρότητα. Όταν, μάλιστα, απομακρυνθεί σε μια ικανή απόσταση, θα ξεσπάσει σ’ ένα λυτρωτικό δυνατό γέλιο, για να αποσείσει από πάνω του όλη αυτή την πένθιμα καταθλιπτική ατμόσφαιρα, και να αισθανθεί εκ νέου όλη τη δική του ζωτικότητα και νεανική ευδαιμονία. Το γέλιο του θ’ ακουστεί κάτω από το φως του φεγγαριού απόλυτα ταιριαστό με την ομορφιά των νιάτων του, και καθόλου ανάρμοστο, έστω κι αν προκύπτει ουσιαστικά ως αντίδραση στη φθορά και στη θλίψη της ηλικιωμένης γυναίκας. Το μόνο ανάρμοστο, στο ξέσπασμα αυτό, όπως σχολιάζει ο ποιητής είναι ίσως το γεγονός ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο∙ ποιος θα περίμενε ή θα θεωρούσε σωστό, άλλωστε, ένας νέος άνθρωπος να μπει στη θέση και να μοιραστεί τις πίκρες ενός ηλικιωμένου. Ποιος θα ζητούσε από έναν νέο να νιώσει τη θλίψη μιας ηλικίας και μιας κατάστασης που βρίσκεται στον απόλυτο αντίποδα της δικής του;
Ο νέος, ωστόσο, σύντομα θα σοβαρευτεί και θα σχολιάσει πως πρόκειται για την παρακμή μιας εποχής, εφόσον στο πρόσωπο της Γυναίκας με τα Μαύρα αντικρίζει την ασφυκτική εκείνη προσήλωση σε μια ηθικότητα και μια στρεβλή πεποίθηση του αρμόζοντος, που σβήνει πια μαζί με όσους έζησαν -ή καλύτερα έμειναν σε μια αδράνεια στέρησης- στο αυστηρό  της πλαίσιο. Η εποχή αυτής της συγκράτησης δεν αγγίζει, ούτε αφορά τον νέο, ο οποίος ήσυχος πια κι έχοντας απομακρυνθεί από τον αποπνικτικό χώρο του σπιτιού, θα ξεκουμπώσει το πουκάμισό του -που εκείνη του είχε κουμπώσει- σε μια ύστατη ένδειξη αποδέσμευσης, και θα συνεχίσει το δρόμο του.
Σε ό,τι αφορά τη Γυναίκα με τα Μαύρα ο ποιητής σχολιάζει πως δεν ξέρει αν τελικά βγήκε από το σπίτι∙ πράξη ούτως ή άλλως απέλπιδα. Εκείνο, ωστόσο, που φανερώνεται υπό το φως του φεγγαριού που επανέρχεται είναι η συναισθηματική κατάσταση των σκιών του σπιτιού -συνεκδοχικά, άρα, και της ηρωίδας. Ό,τι, λοιπόν, απομένει και κυριαρχεί δεν είναι τόσο η μετάνοια για τη στερημένη ζωή, αλλά ένα συναίσθημα οργής γα την άχρηστη εξομολόγηση. Όσα αποκαλύφθηκαν με τόση ειλικρίνεια δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτα στην ηρωίδα, αφού στο σημείο αυτό της ζωής της τίποτε δεν μπορεί να θεραπεύσει τη βαθιά της θλίψη. Η ζωή που αρνήθηκε να ζήσει δεν μπορεί πια να επιστρέψει, κι η ταπεινωτική της εξομολόγηση για όσα κουβαλά μέσα της και τη βασανίζουν, δεν θα μπορούσε ποτέ να της προσφέρει κάποια ουσιαστική παρηγοριά. Άφησε τον εαυτό της να εκτεθεί στα μάτια ενός νέου -και άρα εκ των πραγμάτων αδιάφορου-, ο οποίος ούτε να την καταλάβει, μα ούτε και να τη βοηθήσει θα μπορούσε.

Οι ευκαιρίες που έμειναν ανεκμετάλλευτες, τα χρόνια που πέρασαν άσκοπα, οι επιθυμίες που καταπνίχτηκαν άδοξα, η ζωή που έμεινε κενή και αβίωτη, όλα αυτά βαραίνουν την ίδια την ηρωίδα, που επέβαλε στον εαυτό της τόσες στερήσεις, προκειμένου να διατηρήσει την αξιοπρέπεια και την ηθικότητά της.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...