Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά παράλληλα κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά παράλληλα κείμενα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κική Δημουλά «Όλο μαζί τίποτα δε χάνεται», παράλληλο για το «Κονιάκ μηδέν αστέρων»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Guido Borelli

Κική Δημουλά «Όλο μαζί τίποτα δε χάνεται», παράλληλο για το «Κονιάκ μηδέν αστέρων»

Θυμάσαι τη μικρή κανάτα του κρασιού
ζωγραφισμένη με ανθάκια μπλε στεφάνι
στο οινοχόο χείλος της;
- από την Αλσατία μου την πήρες ανόρεχτος
τι τη θες εμείς δεν πίνουμε ποτέ
που ξέρεις, επέμεινα, κάποτε ίσως χρειαστεί
θολά να γνωριστούμε.

Έσπασε το χεράκι της άνευ λόγου εκτός
από ένα ράγισμα βαθύ που είχε η αφή μου.

Τώρα από το χέρι το δικό σου την κρατώ
με το δικό σου χέρι στέρεα την κρατά
και οίνον τη γεμίζει θολωμένη
η αλκοολική εφεύρεσή μου.

Το χεράκι μιας κανάτας, που είχε αγοραστεί ως ενθύμιο από το σύζυγο της ποιήτριας, σπάει τυχαία κι αυτό αποτελεί το έναυσμα για να ξεκινήσει μια –μονόδρομη- συζήτηση, με θέμα την ανάμνηση και την επικοινωνία μαζί του, στην οποία βοηθά και το αλκοόλ. Η διαρκής ανάμνηση του συζύγου της, που δε ζει πια, διατρέχει ως θεματική πολλά από τα ποιήματά της και συνήθως δίνεται μέσω της παρατήρησης κάποιας φωτογραφίας του. Στο ποίημα αυτό μέσο για την ανάκληση παρελθόντων κοινών εμπειριών αποτελεί μια κανάτα που είχαν αγοράσει μαζί.
Αναλυτικότερα:
Η ερώτηση προς τον άντρα της, που δεν είναι πια εν ζωή, δείχνει πως η μνήμη του έχει διατηρηθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε η ποιήτρια να νιώθει την άνεση να του απευθύνει το λόγο σαν να ήταν ακόμη εκεί δίπλα της.
Η κανάτα είχε αγοραστεί ανόρεχτα από τον άντρα της, μιας και οι δυο τους δε συνήθιζαν να πίνουν. Η ποιήτρια όμως είχε επιμείνει, καθώς σκεφτόταν πως ίσως κάποτε να υπήρχε η ανάγκη να γνωριστούν «θολά», να πιούν δηλαδή και να αφήσουν την επήρεια του αλκοόλ να τους βοηθήσει να ανοιχτούν ο ένας στον άλλο με μια διάθεση εξομολόγησης που κάποτε προσφέρει η μέθη.
Η ποιήτρια διευκρινίζει ότι το χεράκι της κανάτας έσπασε χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει κάποιος λόγος, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι ένα βαθύ ράγισμα στην αφή της. Η αναφορά στο ράγισμα της αφής της μας περνά από την κυριολεκτική αποτύπωση της πραγματικότητας στο συναισθηματικό κόσμο της ποιήτριας που εκφράζει έτσι τον έντονο πόνο της απώλειας. Η κανάτα, όπως σε άλλα ποιήματα η φωτογραφία, αποτελεί ένα ακόμη μέσο για να μπορεί η ποιήτρια να έρχεται σ’ επαφή με το σύζυγό της, και όπως συχνά κοιτάζει τις φωτογραφίες του, έτσι και τη μικρή αυτή κανάτα την αγγίζει συχνά και φέρνει στο νου της τις στιγμές που έχουν περάσει μαζί.
Με το χέρι «του» κρατά σταθερά την κανάτα και τη γεμίζει κρασί με την αλκοολική της εφεύρεση, η ποιήτρια δηλαδή, δίνει ζωή με τις μνήμες της και προσφέρει στην κανάτα τη λειτουργία που θα έπρεπε να έχει. Τη γεμίζει κρασί με τη σκέψη της και σκέφτεται πώς θα ήταν η κοινή τους οινοποσία τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια.
Τώρα πια, που εκείνος δεν υπάρχει στη ζωή της, η ίδια αθετώντας την παλιά τους συνήθεια να μην πίνουν, καταφεύγει στην καταπραϋντική λειτουργία του αλκοόλ και πίνει κρασί με τη μικρή αυτή κανάτα. Κι αφού το χεράκι της κανάτας έχει σπάσει, χρησιμοποιεί το δικό του χέρι για να γεμίζει με κρασί το ποτήρι της. Τώρα που εκείνος δεν είναι εκεί για να της αρνηθεί, τώρα που αυτός δεν υπάρχει στη ζωή της, η ποιήτρια βρίσκει τον τρόπο να διαψεύσει το δισταγμό του και τις ενστάσεις του για την αγορά της κανάτας. Τώρα πια το κρασί βοηθά για μια ακόμη, έστω και θολωμένη επικοινωνία μαζί του.

Η παρουσία του αγαπημένου προσώπου γίνεται αισθητή για την ποιήτρια, όχι μόνο με τη βοήθεια των φωτογραφιών του, αλλά και μέσω των κοινών τους αντικειμένων που καθένα τους κρύβει και μια ιστορία τους.

Κική Δημουλά «Υποκατάστατο» παράλληλο κείμενο για το «Κονιάκ μηδέν αστέρων»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Sigitas Staniunas

Κική Δημουλά «Υποκατάστατο» παράλληλο κείμενο για το «Κονιάκ μηδέν αστέρων»



Σκορπίζουν τῶν δακρύων οἱ μεγάλες συγκεντρώσεις.

Μνήμη καὶ παρὸν ψάχνουν νὰ κρυφτοῦν

ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.

Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ

πότε ἀπὸ κεῖνο τὸ εὐκρινὲς

χαράκωμα ἡ λύπη πότε ἀπὸ ἀμυδρότερο.

Στρατηγικὴ νὰ δείξει τάχαὅτι ἔρχονται ἐνισχύσεις.

Ἂς παραδοθεῖ.


Ἔχει σχεδὸν ἐπικρατήσει ἡ φωτογραφία σου.

Ἐξαπλώθηκε ὅπου βρῆκε ἄμαχη ἐπιφάνεια

ἀποδεκατισμένη αἴσθηση πρόθυμη γιὰ γαλήνη.

Ἀνεμίζει στῶν βλεμμάτων τὰ ὑψώματα

ὄχι σὰν ἔθιμο ἀδρανὲς μελαγχολικὸ

μὰ ὡς γενναῖος συκοφάντης τῆς ἀπώλειάς σου.


Μέρα τὴ μέρα πείθει πῶς τίποτα δὲν ἄλλαξε

ὅτι ἤσουν πάντα ἔτσι, ἀπὸ χαρτὶ

ἐκ γενετῆς φωτογραφία σὲ συνάντησα

ἀνέκαθεν πὼς ἔτσι σ᾿ ἀγαποῦσα γυρολόγα

ἀπὸ εἰκόνα σὲ ἀπεικόνιση

κι ἀπὸ ἀπεικόνιση σὲ εἰκόνα σου ἀρκέστηκα.


Μνήμη καὶ παρὸν πρέπει νὰ κρυφτοῦν

ἀπὸ τὴ διαύγειά τους.

Ἀραιὰ ποῦ καὶ ποῦ καμιὰ τουφεκιὰ ἀμυδρὴ

Μαρτυρία ὑπέρ σου ἡ λύπηἂς παραδοθεῖ.

Ὁ μόνος ἀξιόπιστος μάρτυρας ὅτι ζήσαμε

εἶναι ἡ ἀπουσία μας.

Το ποίημα «Υποκατάστατο» της Κικής Δημουλά μπορεί να λειτουργήσει ως παράλληλο για το ποίημα της ίδιας «Κονιάκ μηδέν αστέρων», καθώς κι εδώ υπάρχει ως βασική θεματική η φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου που είναι πια ό,τι έχει απομείνει από μια ύπαρξη που αγαπήθηκε πολύ, αλλά τώρα πια δεν υπάρχει στη ζωή.

Το ποίημα αυτό ξεκινά με μια δυνατή εικόνα κατά την οποία το ποιητικό υποκείμενο ξεσπά σε κλάματα και τα δάκρυα που είχαν συγκεντρωθεί στα μάτια τώρα πια κυλούν ελεύθερα, ο πόνος αρχίζει να εκτονώνεται και η εκτόνωση αυτή χαρίζει στην ποιήτρια μεγαλύτερη διαύγεια. Τη στιγμή δηλαδή που αρχίζει να κλαίει, ξαφνικά αρχίζει να συνειδητοποιεί αφενός το αμετάκλητο της απώλειας του αγαπημένου προσώπου κι αφετέρου τη ματαιότητα του διαρκούς θρήνου. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή και μπροστά τη διαύγεια που της προσφέρει η πρόσκαιρη εκτόνωση του πόνου, η μνήμη που την ταλαιπωρεί με τις διαρκείς υπενθυμίσεις του αγαπημένου της, όπως και το παρόν που μοιάζει εγκλωβισμένο σε μια συνεχή ανακύκλωση του πόνου και των αναμνήσεων «ψάχνουν να κρυφτούν». Μπροστά δηλαδή στη στιγμιαία αφύπνιση της ποιήτριας που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα ενός ανατροφοδοτούμενου πόνου, τόσο η μνήμη όσο και το καταδικασμένο παρόν της υποχωρούν και αφήνουν περιθώρια δράσης στη λογική που θέλει να θέσει ένα τέρμα στο θρήνο ή τουλάχιστον να επιφέρει μια διάθεση γαλήνης.
Η λύπη της ποιήτριας υποχωρεί και για λίγο νιώθει πιο ήρεμη, αρχίζει να πιστεύει ότι ίσως κατορθώσει να καταπνίξει τις συνεχείς εκδηλώσεις του ασίγαστου πόνου που αισθάνεται. Αραιά και που η λύπη κάνει αισθητή την παρουσία της με ξεσπάσματα πόνου, τα οποία η ποιήτρια τα παρομοιάζει με τέχνασμα στρατηγικής από πλευράς της λύπης, η οποία θέλει να δηλώσει ότι είναι παρούσα και ότι όχι μόνο δεν έχει πάψει να υπάρχει αλλά ότι σκοπεύει να φέρει κι ενισχύσεις. Η λύπη διεκδικεί την παρουσία της στην ψυχή της ποιήτριας με την απειλή μιας εντονότερης επανεμφάνισης αλλά η ποιήτρια της ζητά πλέον να παραδοθεί, να μειωθεί σε ένταση και να την αφήσει πια να ζήσει πιο ήρεμη.
Στο μέσο του ποιήματος εισάγεται το υποκατάστατο που δεν είναι άλλο από τη φωτογραφία του αγαπημένου προσώπου. Είναι τόσες οι ώρες που η ποιήτρια έχει περάσει κοιτάζοντας τη μορφή του αγαπημένου της στη φωτογραφία του ώστε έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι έχει πλέον κατακυριευτεί από τη μορφή αυτή. Η φωτογραφία έχει εξαπλωθεί παντού μέσα της, έχει γίνει μέρος της καθημερινότητάς της, έχει αποκτήσει μια δική της υπόσταση κι έχει πια τεθεί ως σύμβολο στα υψώματα των βλεμμάτων της. Όπως στα διάφορα υψώματα οι στρατιώτες υψώνουν τη σημαία, έτσι και η φωτογραφία του αγαπημένου έχει τοποθετηθεί στο ύψωμα των ματιών της ποιήτριας ως μια σημαία, αλλά όχι σαν ένα αδρανές έθιμο, όχι δηλαδή σαν τη σημαία που την τοποθετούν οι στρατιώτες περισσότερο από συνήθεια. Η φωτογραφία έχει τεθεί ως ενεργό μέσο που λειτουργεί σαν μια διάψευση της απώλειας του αγαπημένου, ως γενναίος συκοφάντης. Η φωτογραφία είναι τόσο παρούσα και η επικοινωνία μαζί της τόσο εναργής ώστε η ποιήτρια έχει αρχίσει να αμφιβάλλει για την απώλεια του αγαπημένου της.
Με τη φωτογραφία να υποκαθιστά την ύπαρξη του αγαπημένου η ποιήτρια έχει αρχίσει πια να αισθάνεται ότι τελικά ο αγαπημένος της ποτέ δεν υπήρξε με σάρκα και οστά, αλλά ήταν πάντοτε μόνο η μορφή στη φωτογραφία. Είναι σα να μην υπήρξε ποτέ η ανθρώπινη, πραγματική σχέση μεταξύ τους και η μόνη επαφή που είχαν ποτέ ήταν και θα είναι η θέαση της μορφής του στη φωτογραφία. Τίποτε δε μοιάζει για την ποιήτρια πιο αληθινό και πιο υπαρκτό από την πραγματικότητα που ζει τώρα, και δυστυχώς η πραγματικότητα που βιώνει είναι η μονόδρομη επικοινωνία που έχει με μια φωτογραφία. Ο αγαπημένος της δεν υπάρχει πια και το μόνο που της έχει μείνει είναι η φωτογραφία του. Με αυτή μιλά η ποιήτρια, αυτή κοιτάζει, σε αυτή ελπίζει κι εν τέλει αυτή αγαπά.
Μετά την παρουσίαση του υποκατάστατου που μοιάζει να έχει κυριεύσει την υπόσταση της ποιήτριας, επαναφέρει την υποχώρηση της μνήμης και του παρόντος. Η επανάληψη της άτακτης φυγής της μνήμης και του παρόντος, ακούγεται τώρα πιο πικρή, καθώς γνωρίζουμε πλέον πώς βιώνει η ποιήτρια την απώλεια και πώς επιχειρεί να διασκεδάσει τον πόνο της. Μια φωτογραφία την κρατά σ’ επαφή με την πηγή αγάπης και ζωής και γι’ αυτό ούτε η μνήμη έχει να της προσφέρει τίποτε περισσότερο από έντονο πόνο, υπενθυμίζοντάς της ότι κάποτε η μορφή της φωτογραφίας ήταν ζωντανή και της πρόσφερε πραγματική χαρά, κι ούτε το παρόν έχει να της δώσει κάτι άλλο πέρα από την επίγνωση ότι από τότε που ο αγαπημένος της έφυγε, η ζωή της περιφέρεται γύρω από την ενατένιση μιας φωτογραφίας.
Η ανάγκη όμως της ποιήτριας για ψυχική γαλήνη είναι τόσο πιο έντονη όσο πιο δύσκολη της είναι η συνειδητοποίηση ότι το μόνο που απέμεινε από μια δυνατή αγάπη είναι μια χάρτινη φωτογραφία. Επιθυμεί να απαλλαγεί από το συνεχή πόνο και ζητά ξανά την παράδοση της λύπης. Η μάχη αυτή έχει χαθεί για τη λύπη, κι ας θέλει να επανέλθει, κι ας επιστρέφει με κάποια ξεσπάσματα, η ποιήτρια δεν ενδίδει. Το υποκατάστατο έχει βρεθεί, η μορφή του αγαπημένου στη φωτογραφία έχει καλύψει κάθε πιθανό έδαφος και η ποιήτρια μας διαβεβαιώνει ότι τώρα πια είναι σα να αγαπούσε εξαρχής τούτη εδώ την εικόνα.
Το ποίημα κλείνει μ’ ένα στίχο αποφθεγματικής διατύπωσης που έρχεται να δηλώσει ότι η απουσία μας είναι ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας ότι κάποτε υπήρξαμε. Το δίχως άλλο, όταν κάποιος πεθαίνει οι άνθρωποι που μένουν πίσω τον θυμούνται με την παραμικρή αφορμή, με κάθε μικρή του συνήθεια, με το άκουσμα μιας λέξης, με ένα αγαπημένο αντικείμενο και φυσικά από τις φωτογραφίες του. Πράγματα που μέχρι τότε δεν τα πρόσεχε κανείς ιδιαίτερα αρχίζουν ξαφνικά να αποκτούν μεγάλη σημασία και οι άνθρωποι επιχειρούν να κρατηθούν από οτιδήποτε τους θυμίζει το αγαπημένο πρόσωπο που χάθηκε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...