Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριάκος Ευθυμίου «Βαβέλ». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυριάκος Ευθυμίου «Βαβέλ». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριάκος Ευθυμίου «Βαβέλ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pieter Bruegel the Elder

Κυριάκος Ευθυμίου «Βαβέλ»

Το στόμα σου κατάμεστο από λέξεις

λέξεις που λουφάζουν μην τις μιλήσεις
λέξεις που φωνάζουν να τις φωνάξεις
λέξεις που σφάζονται μεταξύ τους
και στάζουσιν αίματα στην αυλή της Βαβέλ.

Είσ’ ένα στόμα ρημαγμένο από νοήματα

η φωνή της πληγής π’ αναζητάει τον λόγο∙
στο μύχιο προσδοκώντας πηγάδι να βρει
το πνιγμένο κουράγιο της μοίρας.

Μα πάντα πνέει κάτι απ’ τα βάθη του
όταν το βράδυ η αγρύπνια βουβαίνει∙
μοιάζει μ’ αεράκι γλυκό που ποθεί
των χειλιών σου τη δίκαιη λύπη.

Στις χορδές της φωνής
θα καθίσουν πουλιά.

Θα κοιτάζουν χωρίς να μιλάνε.

Ο Κυριάκος Ευθυμίου αποτυπώνει στο ποίημά του «Βαβέλ» την τάση του ατόμου να σκορπά άφθονες λέξεις για τα ανούσια της καθημερινότητάς του, μα να αποσιωπά πλήρως όσα τον πονούν βαθιά μέσα του κι όσα τον χαρακτηρίζουν πραγματικά. Ένα ιδιαίτερο ποίημα για την εσωτερική αδυναμία συνεννόησης σχετικά με το τι έχει αξία να ειπωθεί και το τι θα πρέπει να παραληφθεί∙ κι ακόμη περισσότερο, για την εσωτερική ασυνεννοησία που προκύπτει λόγω της αδυναμίας του ατόμου να γνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό.
Η εσωτερική Βαβέλ του κάθε ατόμου προκύπτει απ’ το πλήθος των λέξεων που είναι πρόθυμες να εκφράσουν τα ανούσια ή να εξιδανικεύσουν τα ασήμαντα στοιχεία της προσωπικότητάς του, κι από την απροθυμία των σημαντικότερων λέξεων -εκείνων ακριβώς που μπορούν να φωτίσουν πραγματικά την ουσία του ατόμου- να ειπωθούν.

«Το στόμα σου κατάμεστο από λέξεις

λέξεις που λουφάζουν μην τις μιλήσεις
λέξεις που φωνάζουν να τις φωνάξεις
λέξεις που σφάζονται μεταξύ τους
και στάζουσιν αίματα στην αυλή της Βαβέλ.»

Οι διαφορετικές αντιδράσεις των προσωποποιημένων λέξεων, που είτε διεκδικούν το δικαίωμά τους να ακουστούν είτε επιχειρούν να παραμείνουν κρυμμένες, ώστε να μην ειπωθούν, συνιστούν μια παραστατική απόδοση του πολυποίκιλου χαρακτήρα της ανθρώπινης υπόστασης, με τις πολλαπλές αντιφάσεις και αντιθέσεις του. Πλήθος λέξεων βρίσκονται στη διάθεση του ατόμου προκειμένου να συνθέσει ανά πάσα στιγμή το προσωπικό του αφήγημα -την ιδεατή ή επιθυμητή εκείνη εκδοχή του εαυτού του και της ζωής του∙ πλήθος είναι κι οι λέξεις που του προσφέρονται για να εκφράσει τις προσωπικές του απόψεις και αντιλήψεις, έστω κι αν συχνά δεν είναι πραγματικά βέβαιος μήτε για το ποιος πραγματικά είναι, μήτε για το αν έχει ξεκάθαρες θέσεις ή έστω σαφή επίγνωση των συναισθημάτων που του προκαλούν τα όσα διαδραματίζονται γύρω του.
Οι λέξεις που λουφάζουν, μη θέλοντας να τραβήξουν την προσοχή του ατόμου, με την ελπίδα πως θα περάσουν απαρατήρητες και δεν θα ακουστούν ποτέ, είναι, συνήθως, εκείνες που κρύβουν τα πλέον ουσιώδη βιώματα, αλλά και τις πλέον οδυνηρές μνήμες κι εμπειρίες του ατόμου. Είναι εκείνες που μπορούν να φωτίσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ενάργεια την ουσία του ατόμου, μα είναι κι αυτές που θα του προκαλέσουν τον μεγαλύτερο πόνο, αν ποτέ ειπωθούν. Είναι, συνάμα, κι οι λέξεις που εμπεριέχουν και διαφυλάττουν μέσα τους το βαρύ συναισθηματικό φορτίο όσων το άτομο νιώθει για τους άλλους, γι’ αυτό και σπανίως είναι πρόθυμες να ακουστούν, αφού γνωρίζουν πως η αλήθεια τους δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτη.
Οι λέξεις, από την άλλη, που φωνάζουν και θέλουν με κάθε τρόπο να ακουστούν, είναι, συνήθως, εκείνες που περισσότερο απ’ όλες στερούνται περιεχομένου. Είναι οι λέξεις των μεγάλων, μα ανούσιων, δηλώσεων για τις δήθεν αρετές και τα δήθεν κατορθώματα του ατόμου∙ είναι οι λέξεις της μικροπρεπούς έπαρσης, που θέλουν να διαβεβαιώσουν τους άλλους -μα κυρίως το ίδιο το άτομο- για την αξία του και για το ξεχωριστό της ύπαρξής του. Λέξεις σπαταλημένες σε μια μάταιη προσπάθεια διάψευσης της καταφανούς ασημαντότητάς του. Είναι, παράλληλα, κι οι λέξεις που εκφέρονται βιαίως την ώρα του θυμού, με μόνο τους στόχο να πληγώσουν και να απαξιώσουν τον αποδέκτη τους.
Υπάρχουν, όμως, κι εκείνες οι λέξεις που δεν κατορθώνουν να διατυπωθούν, διότι βρίσκονται σε μια διαρκή διαμάχη μεταξύ τους, παρασυρμένες απ’ την αδυναμία του ατόμου να γνωρίσει την πραγματική του ουσία και να διαμορφώσει μια στέρεη και ολοκληρωμένη άποψη τόσο για τον κόσμο γύρω του όσο και για τον ίδιο του τον εαυτό. Λέξεις θυσιασμένες σε μια αιματηρή εμφύλια σφαγή, που γεννιέται κάθε τόσο από τις αντιφάσεις του ίδιου του ατόμου. Με τη γνώση του «εαυτού» να παραμένει επίμονα ανέφικτη, οι αλλεπάλληλες αλλαγές απόψεων και διαθέσεων∙ οι μεταμέλειες κι η συνεχής αναποφασιστικότητα, αποτελούν τη μόνη πραγματικότητα που χαρακτηρίζει τη Βαβέλ της ανθρώπινης ύπαρξης. Καμία συνεννόηση δεν μπορεί να υπάρξει στη σκέψη του ίδιου του ατόμου όσο αυτό αδυνατεί να γνωρίσει και να αποδεχτεί τον εαυτό του∙ όσο δεν παύει να πικραίνεται από τις διαψεύσεις υπέρμετρων επιδιώξεων, που ξεπερνούσαν εξαρχής τις δυνάμεις του∙ όσο δεν μπορεί να συμβιβάσει τα θέλω και τις επιθυμίες του με όσα πραγματικά του αναλογούν και του ταιριάζουν∙ όσο εξαρτά την επιβεβαίωση της αξίας του απ’ τη γνώμη άλλων, τη στιγμή που κι εκείνοι αναλώνονται στην αγωνία των δικών τους αντιφάσεων.

«Είσ’ ένα στόμα ρημαγμένο από νοήματα

η φωνή της πληγής π’ αναζητάει τον λόγο∙
στο μύχιο προσδοκώντας πηγάδι να βρει
το πνιγμένο κουράγιο της μοίρας.»

Το ανθρώπινο στόμα είναι γεμάτο λέξεις, μα άδειο από ουσιαστικά νοήματα, αφού ό,τι επιθυμεί να πει δεν είναι, συνήθως, τίποτε περισσότερο από κενές καυχησιολογίες ή τετριμμένες τυπικότητες. Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί, εκείνο που θα του προσφέρει με την αλήθεια του τη βαθύτερη λύτρωση, είναι κι εκείνο που ο άνθρωπος κυρίως αρνείται να εκφράσει. Τον πόνο που φέρει μέσα του, τον κρατά επίμονα αποσιωπημένο, αφήνοντας τη φωνή της εσωτερικής του οδύνης να αναζητά μάταια τον λόγο που θα της δώσει την αναγκαία άρθρωση για να ακουστεί. Τον πόνο που αποκαλύπτει όσο τίποτε άλλο την πραγματική του υπόσταση, αρνείται να τον φέρει προς τα έξω, είτε γιατί φοβάται πως θα εκτεθεί στα μάτια των άλλων, είτε γιατί ανησυχεί πως ο πόνος αυτός, έστω κι αν του παραχωρηθεί ένα ελάχιστο μόνο περιθώριο, θα ανασύρει μαζί του πλήθος άλλων οδυνηρών αναμνήσεων και θα τον ρημάξει τελείως.
Απομένει, έτσι, η φωνή αυτή του εσωτερικού πόνου ανήκουστη κι ανέκφραστη, με μόνη της ελπίδα να βρει το -ατυχώς ήδη πνιγμένο- κουράγιο της μοίρας του ατόμου, μέσα στην πιο μύχια πηγή του ψυχικού του σθένους, και να αντλήσει από αυτό το αναγκαίο απόθεμα δύναμης, ώστε να μπορέσει κάποτε να ειπωθεί και να βρει τη λύτρωση που τόσο επιθυμεί. Προσδοκία, ωστόσο, που θα μείνει ανεκπλήρωτη, αφού το κουράγιο του ατόμου -η έσχατη εκείνη εσωτερική του δύναμη- έχει προ πολλού οδηγηθεί στο χαμό του.

«Μα πάντα πνέει κάτι απ’ τα βάθη του
όταν το βράδυ η αγρύπνια βουβαίνει∙
μοιάζει μ’ αεράκι γλυκό που ποθεί
των χειλιών σου τη δίκαιη λύπη.»

Παρά το γεγονός, πάντως, πως το άτομο δεν έχει πια μέσα του τη δύναμη εκείνη που θα του επέτρεπε να δώσει φωνή στις πιο κρυφές πληγές του, αφήνοντας -επιτέλους- την πιο αληθινή πτυχή του εαυτού του να φανερωθεί, δεν παύουν να υπάρχουν στιγμές -ελάχιστες στιγμές- κατά τις οποίες ο καταδικασμένος στην απώθηση πόνος του, κατορθώνει να βρει το δρόμο του -έστω και συγκαλυμμένος- προς τα έξω. Τις στιγμές που οι υπερφίαλες λέξεις έχουν βουβαθεί απ’ την αγωνία της αγρύπνιας, αναδύεται,  σαν γλυκό αεράκι, απ’ τα βάθη της ψυχής του ατόμου η ηχώ όσων επιμόνως αρνείται να παραδεχτεί και να εκφράσει, διεκδικώντας κατά τρόπο απολύτως δίκαιο τη λύπη των χειλιών του∙ διεκδικώντας το δικαίωμα να αναγνωριστεί η ύπαρξή τους, με την αποτύπωση μιας έστω και παροδικής θλίψης στο πρόσωπο του ατόμου.
Επώδυνα βιώματα, οδυνηρές διαψεύσεις, φθονερές προσβολές και κάθε άλλη εμπειρία ή γεγονός που έχουν απωθηθεί μέχρι του σημείου της λήθης και δεν λαμβάνουν από το άτομο όχι μόνο το δικαίωμα να εκφραστούν, μα ούτε καν τη στοιχειώδη εσωτερική παραδοχή αναγνώρισης, θα επιθυμούσαν να τους δοθεί η ευκαιρία να πουν τη δική τους ιστορία, αλλά αν αυτό μοιάζει πολύ, τουλάχιστον θα επιθυμούσαν μια ένδειξη πως δεν έχουν αφεθεί να ξεχαστούν τελείως, σαν να μην τους αναλογεί ούτε το ελάχιστο συναίσθημα θλίψης.

«Στις χορδές της φωνής
θα καθίσουν πουλιά.

Θα κοιτάζουν χωρίς να μιλάνε.»

Η δική τους ηχώ, άλλωστε, είναι διατεθειμένη να σταθεί στις χορδές της φωνής, σαν πουλιά έτοιμα να πετάξουν μακριά με το παραμικρό δείγμα κινδύνου, χωρίς να πει ποτέ το οτιδήποτε. Είναι πρόθυμη να φτάσει ως εκεί, ως συγκρατημένος έστω λυγμός, κι ας μην πει ούτε μια λέξη, κι ας μην ακουστεί ποτέ, αρκεί να δεχτεί το άτομο να αναγνωρίσει την ύπαρξή της∙ την ύπαρξη του ανείπωτου αυτού πόνου των περασμένων βιωμάτων.


[Κυριάκος Ευθυμίου, Κυρτός αλατοπώλης, Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2015]  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...