Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για το Στον Νίκο Ε... 1949 του Αναγνωστάκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για το Στον Νίκο Ε... 1949 του Αναγνωστάκη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιάννης Ρίτσος «Το χρέος των ποιητών», ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Γκλουχάρ 

Γιάννης Ρίτσος «Το χρέος των ποιητών», ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949»

Απόσπασμα από το ποίημα «Το χρέος των ποιητών»
....
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας
μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα
- ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων
ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα
τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας.

Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα,
σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα – διακόσμηση ξένων παλατιών –
με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.

Το νου σας σύντροφοι ποιητές, - ένας ποιητής
είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδιά του,
ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του.

(Τα επικαιρικά, Βάρνα, 20-6-58)

Ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε έντονα πολιτικοποιημένος ποιητής, με συνεχείς συλλήψεις και εξορίες, λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και δεν έπαψε ποτέ να υπηρετεί τις υψηλές ιδέες του, κυρίως μέσα από την ποιητική και γενικότερα καλλιτεχνική του δράση. Το ποιητικό του έργο είναι εντυπωσιακό σε έκταση και μεταδίδει με ιδιαίτερη ένταση την αγωνιστική διάθεσή του.

Ο Γιάννης Ρίτσος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, όχι μόνο ως δημιουργό, αλλά και ως «στρατιώτη» ταγμένο να υπερασπιστεί την αποστολή του για μια ουσιαστική αναμόρφωση της κοινωνίας. Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, τα κελεύσματα του Ρίτσου για έναν ακατάπαυστο αγώνα, δεν αποτελούν κενό γράμμα, καθώς ο ίδιος ο ποιητής, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ήταν πάντοτε έτοιμος να παλέψει και να υποστεί τις συνέπειες για τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις του.

Στο ποίημα «Το χρέος των ποιητών» ο Ρίτσος μιλά τόσο για τα ποιήματα -κάποια από τα οποία λειτουργούν ως εργαλεία, έχοντας πολλά να δώσουν στους αναγνώστες και κάποια βουλιάζουν στη λάμψη τους, χωρίς να προσφέρουν τίποτα- όσο και για τους ποιητές, χρέος των οποίων είναι να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση προκειμένου να ανταποκριθούν στο κάλεσμα της εποχής τους.
Κατά τη γνώμη του ποιητή, το να παραμένουν οι δημιουργοί προσηλωμένοι στους στίχους και την τέχνη τους, ενέχει το κίνδυνο να μην είναι έτοιμοι, όταν θα έρθει η μεγάλη ώρα, όταν θα χρειαστεί δηλαδή να νιώσουν τον παλμό και τις ανάγκες της εποχής τους.

Αν ο ποιητής δεν είναι έτοιμος να ανταποκριθεί στο κάλεσμα των συνανθρώπων του, αν δεν είναι ικανός να εκφράσει με τους στίχους του τις βαθύτερες ανάγκες και προσδοκίες της εποχής του, τότε δεν έχει να προσφέρει τίποτε που να αξίζει πραγματικά. Όσο κι αν τα τραγούδια του είναι όμορφα και καλοδουλεμένα, αν δεν υπηρετούν τα ουσιαστικά ζητήματα του καιρού του, κινδυνεύουν να παραμείνουν στο πέρασμα των χρόνων ως απλά διακοσμητικά. Όμορφα, αλλά δυστυχώς ανώφελα, όπως τα ταριχευμένα γκλουχάρ, που διακοσμούν τα παλάτια.
[Το τοπωνύμιο Μπίστριτζα είναι πολύ κοινό σε χώρες όπως είναι η Σλοβενία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη κ.ά. Εδώ ο ποιητής προφανώς αναφέρεται στα ανάκτορα της Μπίστριτζας (Bistritsa) στη Βουλγαρία, χώρα στην οποία βρισκόταν όταν έγραψε αυτό το ποίημα.]

Ο ποιητής, σύμφωνα με τον Γιάννη Ρίτσο, είναι ένας εργάτης που βρίσκεται στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδιά του, θέλοντας έτσι να τονίσει την ανάγκη διαρκούς επαγρύπνησης των ομοτέχνων του. Ο ποιητής είναι ένας αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του, υπεύθυνος για το περιεχόμενό τους και για τον στόχο που θα κληθούν να υπηρετήσουν.

Ο ποιητής δεν μπορεί να μένει αμέτοχος στα γεγονότα της εποχής του, δεν μπορεί να εθελοτυφλεί μπροστά στα προβλήματα του καιρού του και να μένει προσηλωμένος αποκλειστικά και μόνο στην τέχνη του. Ο ποιητής οφείλει να συμμετέχει ενεργά στους αγώνες των συνανθρώπων του και να εκφράζει με τους στίχους του κάθε καίριο ζήτημα.

Η σκέψη αυτή του Γιάννη Ρίτσου, πως θα πρέπει δηλαδή οι ποιητές να παρακολουθούν διαρκώς τα γεγονότα της εποχής του και να είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν σε όποια κρίσιμη ανάγκη παρουσιαστεί, αξιοποιώντας τη δύναμη των στίχων τους, μας παραπέμπει στο ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Στο ποίημα αυτό ο Αναγνωστάκης καταγράφει εικόνες πόνου, δυστυχίας και φόβου που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία, κατά το τελευταίο έτος του εμφυλίου πολέμου, και αναρωτιέται στον καταληκτικό του στίχο (Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;). Ο ποιητής θεωρεί πως είναι χρέος δικό του, αλλά και όλων των ποιητών να καταγράψουν και να αναδείξουν τη δυστυχία που βιώνουν οι ίδιοι και οι συνάνθρωποί τους, καθώς και το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει ο αγώνας τους.

Υπ’ αυτή την έννοια μπορούμε να εντοπίσουμε την κοινή στάση των δύο ποιητών σχετικά με την υποχρέωση των ίδιων και των ομοτέχνων τους να ανταποκριθούν στις ανάγκες του καιρού τους και να υπηρετήσουν με την τέχνη τους, όχι προσωπικές ματαιοδοξίες, αλλά καθετί που είναι σημαντικό για την κοινωνία. Όπως ο Ρίτσος, έτσι και ο Αναγνωστάκης, αντικρίζουν την ποίηση ως μέσο για τους αγώνες τους και όχι ως αυτοσκοπό.

Τίτος Πατρίκιος «Οι φίλοι»

Τάσος Λειβαδίτης «25η Ραψωδία της Οδύσσειας» ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Salvador Dali 

Τάσος Λειβαδίτης «25η Ραψωδία της Οδύσσειας» ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949»

Κι εσείς, ακριβοί μου σύντροφοι,
σε κείνο το ασφυκτικό κελί των μελλοθανάτων,
ένα μήνα ζήσαμε κουλουριασμένοι, για να χωράμε,
και κάθε φορά που παίρναν κάποιον, για να μη μας λείπει
δεν απλώναμε το κορμί μας. Μέχρι που μείναμε
εγώ
κι εσύ,
τελευταίε σύντροφε,
κουβαριασμένοι σε δυο γωνίες του άδειου κελιού,
με την πελώρια αίσθηση γύρω μας
ότι υπάρχουν ακόμα
όλοι.

Στο απόσπασμα από την 25η Ραψωδία της Οδύσσειας του Λειβαδίτη παρουσιάζεται η σπαρακτική αίσθηση των ανθρώπων που έχουν καταδικαστεί σε θάνατο και περιμένουν με φόβο την πλήρωση της καταδίκης τους. Η εικόνα που δημιουργεί εδώ ο Λειβαδίτης είναι ιδιαίτερα δυνατή και μεταφέρει με μοναδικό τρόπο το φόβο και τη συναισθηματική ένταση των μελλοθανάτων. Οι καταδικασμένοι που γεμίζουν ασφυκτικά το κελί, αφού περνούν ένα μήνα μαζί, κουλουριασμένοι για να χωρούν, σταδιακά αρχίζουν να μειώνονται, καθώς ένας – ένας οδηγούνται στο πρόωρο τέλος τους. 

Κάθε φορά, όμως, οι εναπομείναντες παραμένουν μαζεμένοι στη θέση τους, χωρίς να απλώνουν το κορμί τους, για να μη συνειδητοποιήσουν την απώλεια του συντρόφου τους. Οι εναπομείναντες επιλέγουν να εθελοτυφλούν μπροστά στην τραγική απώλεια και στο ανέκκλητο του τέλους που τους περιμένει. Ακόμη κι όταν έχουν μείνει μόλις δύο άτομα στο άδειο πλέον κελί, προτιμούν να μένουν κουβαριασμένοι στις γωνιές τους, μη θέλοντας να αποδεχτούν το γεγονός ότι όλοι οι σύντροφοί τους έχουν οδηγηθεί στο θάνατο.

Η σύνθεση αυτή του Λειβαδίτη, που μας παραπέμπει μέσω του τίτλου της στην εμπειρία του Οδυσσέα που συνέχισε το ταξίδι του έχοντας χάσει τους συντρόφους του, έρχεται να δώσει μια διάσταση της πορείας όσων αγωνίστηκαν για την αλλαγή των πραγμάτων στη χώρα, που δεν εμπεριέχει πια δυναμισμό και ενθουσιώδη οράματα για το μέλλον. Έρχεται να μας μιλήσει για το τέλος της πορείας τους, ένας τέλος γεμάτο φόβο και διάψευση, καθώς τα όνειρα και οι ελπίδες εκείνων των ανθρώπων συγκρούστηκαν με την αμείλικτη αποφασιστικότητα να τερματιστεί ο αγώνας για την προσέγγιση ενός διαφορετικού μέλλοντος.

Την ίδια θεματική βρίσκουμε και στο ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949» του Αναγνωστάκη, όπου ο ποιητής μας μεταφέρει στην εφιαλτική πραγματικότητα που βιώνει κάποιος που προσμένει από μέρα σε μέρα την εκτέλεσή του. Ο Αναγνωστάκης, βέβαια, δίνει την κατάσταση που βίωσε περισσότερο υπαινικτικά και με πιο λακωνικό τρόπο, περνώντας μας όμως με παρόμοια ένταση το συναίσθημα του φόβου και της αβάσταχτης αναμονής, που στοίχειωνε τους ανθρώπους που περίμεναν να έρθει και η δική τους σειρά. «Εφιάλτες. / Στα σιδερένια κρεβάτια / Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα.» Ο ποιητής εδώ, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη συναισθηματική κατάσταση του μελλοθάνατου. Όποιος περιμένει πως σύντομα θα φτάσει και το δικό του τέλος ζει έναν εφιάλτη, και καθώς πλησιάζει το ξημέρωμα -η ώρα των εκτελέσεων- το φως μοιάζει να λιγοστεύει, οι ελπίδες του σβήνουν.

Η ίδια τραυματική εμπειρία, η εμπειρία της αναμονής του τέλους, ενέχει και για τους δύο ποιητές συναισθήματα αγωνίας και φόβου, προσεγγίζεται όμως διαφορετικά, υπό την έννοια ότι ο Λειβαδίτης επιλέγει να μιλήσει για το φενακισμό των κατάδικων που προτιμούν να μην αποδεχτούν την απώλεια των συντρόφων τους και συνεχίζουν να πιστεύουν και να αισθάνονται πως είναι ακόμη όλοι μαζί -έστω κι αν έχουν απομείνει μόλις δύο- διατηρώντας έτσι μια ψευδαίσθηση κοινής παρουσίας μέχρι τέλους, ενώ ο Αναγνωστάκης, επικεντρώνεται κυρίως στην εφιαλτική συναισθηματική κατάσταση που βίωναν οι μελλοθάνατοι, κάθε φορά που πλησίαζε η ώρα των εκτελέσεων.

Άρης Αλεξάνδρου «Φρόντισε» ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Laura Pierre-Louis 

Άρης Αλεξάνδρου «Φρόντισε» ως παράλληλο για το «Στον Νίκο Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη

Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε να ‘ναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάκτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.



Στον Νίκο Ε…1949

Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες
Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)

Ο Άρης Αλεξάνδρου με το ποίημά του «Φρόντισε» έρχεται να επισφραγίσει τη σκέψη του Αναγνωστάκη πως κάποιος θα πρέπει να μιλήσει με πόνο για όλες τις φρικτές πληγές των Ελλήνων στη μαστιζόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο χώρα. Ο Αλεξάνδρου, δηλαδή, με το ποίημά του ζητά από τους ομοτέχνους του να βασίζουν τους στίχους τους σε «σκληρές» και «συγκεκριμένες» λέξεις, λέξεις που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα με άμεσο και σαφή τρόπο, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς λογοτεχνικές παρεκκλίσεις προς το γενικόλογο και αφηρημένο. Ο ποιητής δεν υπάρχει για να παίζει με τις λέξεις, για να δημιουργεί όμορφες εικόνες με περίτεχνα σχήματα λόγου, ο ποιητής έχει χρέος να μιλήσει για όσα συμβαίνουν γύρω του, όσο δύσκολα, όσο άσχημα και αντιποιητικά μπορεί να είναι αυτά.
Στο ερώτημα κατά πόσο η ποίηση θα πρέπει να καθρεφτίζει την πραγματικότητα της κοινωνίας, και κατ’ επέκταση στο ερώτημα του Αναγνωστάκη, «μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;», ο Αλεξάνδρου απαντά ο ποιητής. Ο τεχνίτης αυτός του λόγου, που για πολλούς απέχει από την καθημερινότητα και κινείται στους χώρους των βιβλίων και των γραμμάτων, θα πρέπει κατά τον Αλεξάνδρου να καταγράφει στους στίχους του όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την κοινωνική του πραγματικότητα, δημιουργώντας μια ακατάλυτη σύνδεση ανάμεσα στους στίχους του και την επίπονη πραγματικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι γύρω του.
Θα πρέπει οι στίχοι των ποιημάτων να είναι προεκτάσεις της πραγματικότητας, όπως τα δάχτυλα είναι προεκτάσεις του χεριού. Με τον παραλληλισμό αυτό ο Αλεξάνδρου δηλώνει με ιδιαίτερα εμφατικό τρόπο την ανάγκη που υπάρχει στο να συνδέεται η ποίηση με τις αλήθειες που ζουν οι άνθρωποι. Οι εικόνες, δηλαδή, που βρίσκουμε στους στίχους του Αναγνωστάκη, (οι φίλοι που χάνονται, οι φωνές της μάνας που γυρίζει τρελή από τον πόνο στους δρόμους, το κλάμα του παιδιού που μένει χωρίς απόκριση, οι σάπιες σημαίες και οι εφιάλτες των φυλακισμένων στα σιδερένια κρεβάτια), είναι μια σαφής παράσταση του πόσο συνδεδεμένη θα πρέπει να είναι η ποίηση με την πραγματικότητα.
Ο ποιητής θα πρέπει να ζει σε πλήρη επαφή με τον πόνο που κυριαρχεί γύρω του και θα πρέπει να καταγράφει με κάθε δυνατή πιστότητα την αλήθεια που βιώνουν οι άνθρωποι, ώστε οι στίχοι του, σαν την παλάμη του γιατρού, να επαναφέρουν με χαστούκια -με αλλεπάλληλα λεκτικά χτυπήματα- όσους λιποθύμησαν μπροστά στο άδειο τους πρόσωπο. Η σκληρή πραγματικότητα, όπως καταγράφεται στους στίχους των ποιητών, θα πρέπει να λειτουργεί ως αναγκαίο αντίβαρο της κενότητας και της αδιαφορίας που διακρίνει όλο και περισσότερους ανθρώπους. Μέσα από την ποίηση θα πρέπει να υπενθυμίζεται ή κάποτε να επεξηγείται στους ανθρώπους το πώς και το γιατί των καταστάσεων που βιώνουμε, ώστε οι αναγνώστες να αφυπνίζονται, να συνειδητοποιούν και να προβληματίζονται. Αν οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να εθελοτυφλούν απέναντι στα επώδυνα ζητήματα της πραγματικότητας, οι ποιητές θα πρέπει να βρίσκονται εκεί για να τονίσουν τις σκληρές αλήθειες που λίγοι είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν.
«Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες» - «μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους»: Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αίσθηση των προδομένων ιδανικών, της ματαίωσης των προσδοκιών και της εθνικής καταισχύνης που εκφράζει ο Αναγνωστάκης, αν ιδωθεί σε συνάρτηση με το ξεμπρόστιασμα που επιχειρεί ο Αλεξάνδρου όλων εκείνων των ανθρώπων που ζουν την κενότητά τους αδιαφορώντας για τη δυναμική που θα μπορούσε να προκύψει μέσα από μια ενδεχόμενη σύμπραξη όλων των πολιτών. Οι άνθρωποι αυτοί που δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο πέραν από την προσωπική τους καλοπέραση, είναι εν τέλει οι άνθρωποι που συνέβαλαν, έστω και μόνο με την αδιαφορία τους, στην τραγική κατάληξη της διάψευσης όλων εκείνων των ιδανικών, όλων εκείνων των ελπίδων για μια δυναμική αναδημιουργία της ελληνικής πραγματικότητας.

Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Salvador Dali

Μανόλης Αναγνωστάκης «Ποιητική»

- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν’ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα, και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.


Ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949», όπως και σε πολλά άλλα ποιήματά του, χρησιμοποιεί τους στίχους του ως μέσο για να καταγγείλει τα ολέθρια αποτελέσματα του εμφυλίου πολέμου, καθώς και για να υπερασπιστεί τον αγώνα του για τη δημιουργία μιας δικαιότερης κοινωνίας.

Οι θεματικές αυτές, όμως, δημιουργούν την αίσθηση μιας στρατευμένης τέχνης, που σκοπό της έχει να προωθήσει την ιδεολογία μιας συγκεκριμένης παράταξης. Στοιχείο που κάποιοι χρησιμοποιούν για να κατηγορήσουν τον ποιητή για «εκμετάλλευση» της ποιητικής τέχνης και για ασέβεια απέναντι στον ξεχωριστό της ρόλο, ο οποίος είναι να αποτελέσει βήμα έκφρασης ιδεών και συναισθημάτων, όχι όμως και να γίνει εργαλείο προσηλυτισμού και προπαγάνδας.

Ο Αναγνωστάκης μέσα από το ποίημα «Ποιητική» απαντά σε αυτές τις κατηγορίες, δηλώνοντας πως «Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», υπό την έννοια πως το ιερότερο χρέος της ποίησης είναι να καταγγέλλει και να υποδεικνύει τις αθλιότητες της κοινωνίας, με την ελπίδα πως οι πολίτες θα αφυπνιστούν και θα αντιδράσουν στην καταπάτηση των δικαιωμάτων τους και στη σύνθλιψη των ονείρων τους.
Ο στίχος αυτός άλλωστε μας παραπέμπει στο τραγικό ερώτημα (Μά ποιός μέ πόνο θα μιλήσει γιά όλα αυτά;) που ο Αναγνωστάκης θέτει στο γνωστό ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949». Όλος ο πόνος, όλη η φρίκη που βιώνουν οι άνθρωποι στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου, δεν πρέπει -κατά τον ποιητή- να μείνουν ασχολίαστα. Κάποιος πρέπει να μιλήσει για τον όλεθρο του αδελφοκτόνου πολέμου, κάποιος πρέπει να καρφώσει δυνατά τις λέξεις αυτές, τις εικόνες φρίκης και τις σπαρακτικές κραυγές, για να μην τις πάρει ο άνεμος.

Αν το χρέος του ποιητή δεν είναι να αναδείξει τον πόνο του ανθρώπου και να ζητήσει τη συνδρομή όλων για την αντιμετώπιση των απάνθρωπων αυτών συνθηκών, τότε ποιο μπορεί να είναι;
Ο Αναγνωστάκης υπερασπίζεται την καταγγελτική φύση της ποίησής του, θεωρώντας πως το σημαντικότερο καθήκον του ως ποιητή είναι να μιλήσει για όσα βιώνει ο ελληνικός λαός, έστω κι αν κάποιοι -σε μια κοινωνία που διαρκώς συμβιβάζεται- αντιλαμβάνονται τα λόγια του ως ανούσια κηρύγματα και ρητορείες.

Ο ποιητής, άλλωστε, απαντώντας στις κατηγορίες που του προσάπτουν ότι χρησιμοποιεί την ποίηση για να στηρίξει τις προσωπικές του ιδεολογίες, δεν διστάζει να επισημάνει ότι οι κατηγορίες αυτές διατυπώνονται από ανθρώπους που έχοντας ξεπουληθεί για προσωπικό τους όφελος, μένουν τώρα άπραγοι και σιωπηλοί απέναντι σε όσους πληγώνουν βάναυσα το ελληνικό έθνος. Αποκαλύπτοντας, έτσι, πως οι κατηγορίες αυτές δεν είναι παρά λόγια δειλών και ξεπουλημένων ανθρώπων που αντί να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι σε όσους εκμεταλλεύονται τον ελληνικό λαό, προτιμούν να σωπάσουν τη φωνή του ποιητή που δεν φοβάται να μιλήσει για τις αθλιότητες που συμβαίνουν γύρω του.

Τίτος Πατρίκιος «Οφειλή»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Νίκος Εγγονόπουλος

Τίτος Πατρίκιος «Οφειλή»


Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ' έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.


Πώς αντιλαμβάνονται ο Πατρίκιος (Οφειλή) και ο Αναγνωστάκης (Στον Νίκο Ε... 1949), το χρέος του ποιητή απέναντι στην ελληνική κοινωνία κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου;


Ο Τίτος Πατρίκιος στο ποίημα Οφειλή, με αρκετά στοιχεία πεζολογικής γραφής, καταγράφει το πώς αισθάνεται για το γεγονός ότι ο ίδιος έχει επιζήσει ενός φονικότατου πολέμου, στα πλαίσια του οποίου ο θάνατος επέρχεται από κάθε πιθανή αιτία. Οι άνθρωποι γύρω του πεθαίνουν κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, εκτελούνται, καταδικάζονται σε θάνατο, πεθαίνουν από αρρώστιες ή από την πείνα, σκοτώνονται σε τυχαία (ή όχι και τόσο τυχαία) δυστυχήματα, εκτελούνται από δολοφόνους που έχουν πληρωθεί από εχθρούς ή από φίλους. Ο θάνατος μοιάζει να προετοιμάζεται συστηματικά από κάποιους, ενώ το μόνο που περιμένει τους νεκρούς είναι τυποποιημένοι επικήδειοι, καθώς η υπερβολική παρουσία του θανάτου έχει ψυχράνει τις καρδιές των ανθρώπων.
Ο ποιητής, επομένως, αισθάνεται πως ζει σα να του έχουν χαρίσει τη ζωή, μιας και η σφαίρα που προοριζόταν για εκείνον σκότωσε τελικά κάποιον άλλο, κάποιον συναγωνιστή του. Ο ποιητής θεωρεί ότι ζει ακόμη, γιατί κάποιος άλλος θυσιάστηκε στη θέση του κι αυτή η σκέψη του δημιουργεί έντονα συναισθήματα χρέους και οφειλής απέναντι στους ανθρώπους που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για τις ιδέες τους και για την καλυτέρευση της ελληνικής κοινωνίας. Ο ποιητής οφείλει τη ζωή του στους νεκρούς συναγωνιστές και νιώθει πως όσος χρόνος του έχει απομείνει θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την εξύμνηση όλων εκείνων των ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους υπηρετώντας το όνειρο μιας δικαιότερης συνύπαρξης.
Η ποίηση για τον Πατρίκιο είναι το μέσο με το οποίο θα κατορθώσει να αποδώσει την πρέπουσα τιμή στους νεκρούς του εμφύλιου πολέμου, στους ανθρώπους που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για τους συνανθρώπους τους.
Με παρόμοιο τρόπο, στα πλαίσια του ίδιου πολέμου και βιώνοντας την κυρίαρχη παρουσία του θανάτου, ο Αναγνωστάκης θεωρεί πως κάποιος πρέπει να μιλήσει για τους φίλους που χάνονται, για τη μητέρα που αναζητά μάταια το παιδί της, για το μικρό παιδί που απομένει μόνο χωρίς τους γονείς του, για τα προδομένα ιδανικά, αλλά και για εκείνους που προσμένουν με αγωνία το βίαιο τέλος της ζωής τους.
Οι δύο ποιητές δεν αφήνουν τη βιαιότητα του πολέμου να κάμψει την ανάγκη τους να καταγράψουν τις απάνθρωπες καταστάσεις που αναγκάστηκαν να ζήσουν και το κυριότερο να μιλήσουν για τους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους σ’ έναν αγώνα που αποσκοπούσε στην καλυτέρευση της ζωής των Ελλήνων, αλλά πνίγηκε στο αίμα. Σε αντίθεση με τον Εγγονόπουλο που αισθάνεται πως η ενασχόληση με την ποίηση είναι αταίριαστη σε μια περίοδο τόσων θανάτων και τόσου πόνου, ο Αναγνωστάκης και ο Πατρίκιος πιστεύουν πως η ποίηση μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως μέσο εξύμνησης των ανθρώπων που θυσίασαν τη ζωή τους.

Τίτος Πατρίκιος «Οι φίλοι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Cassius Cassini

Τίτος Πατρίκιος «Οι φίλοι»


Δεν είναι η θύμηση των σκοτωμένων φίλων
που μου σκίζει τώρα τα σωθικά.
Είναι ο θρήνος για τους χιλιάδες άγνωστους
που αφήσανε στα ράμφη των πουλιών
τα σβησμένα μάτια τους
που σφίγγουνε στα παγωμένα χέρια τους
μια φούχτα κάλυκες κι αγκάθια.
Τους άγνωστους περαστικούς διαβάτες
που ποτέ δε μιλήσαμε
που μόνο κάποτε για λίγο κοιταχτήκαμε
όταν μας έδωσαν τη φωτιά του τσιγάρου τους
στο βραδινό δρόμο.
Τους χιλιάδες άγνωστους φίλους
που έδωσαν τη ζωή τους
για μένα.

(19 Γενάρη 1949)

Ο Τίτος Πατρίκιος βίωσε, όπως και ο Μ. Αναγνωστάκης, τη φρίκη του εμφυλίου. Ποιες εφιαλτικές μνήμες εμφανίζονται στα δύο ποιήματα;


Ο Αναγνωστάκης στη δική του καταγραφή των γεγονότων του εμφυλίου πολέμου, επιλέγει να αποκρύψει την τραγική κατάληξη, δίνοντάς μας τον αντίκτυπο της απώλειας ή αποτυπώνοντας την εναγώνια αναμονή του επερχόμενου τέλους. Αντιθέτως, ο Πατρίκιος προχωρά στο δικό του ποίημα ακόμη πιο πέρα και μας δίνει με παραστατικό τρόπο εικόνες φρίκης που χαράχτηκαν για πάντα στη μνήμη του.
Ο Αναγνωστάκης ξεκινά το ποίημά του με μια αναφορά στους φίλους που φεύγουν και χάνονται μια μέρα, αφήνοντας τον αναγνώστη να σκεφτεί πως κάποιοι από αυτούς πέθαναν στο πεδίο της μάχης ή εκτελέστηκαν ή κάποιοι πήραν το δρόμο της εξορίας. Ο ποιητής υπονοεί το θάνατο των φίλων του αλλά δεν το δηλώνει ξεκάθαρα, καθώς προτιμά να μη μιλήσει περισσότερο για κάτι που προφανώς τον πληγώνει. Ο θάνατος άλλωστε υπονοείται και στη συνέχεια όταν γίνεται αναφορά στη μητέρα που ψάχνει με αγωνία το γιο της και στο παιδί που κλαίει χωρίς να παίρνει απάντηση. Είναι προφανές ότι τόσο ο γιος όσο και οι γονείς του παιδιού δε είναι πια ζωντανοί, αλλά ο ποιητής δεν προχωρά στην αναφορά του θανάτου τους. Δημιουργεί μια κλιμάκωση στην ένταση του ποιήματος, με το θάνατο να βρίσκεται παντού, χωρίς αυτό να δηλώνεται ποτέ. Ο θάνατος εκκρεμεί, αλλά δεν γίνεται ποτέ πλήρως ορατός, μοιάζει δεδομένος, αλλά ποτέ δεν επιβεβαιώνεται, όπως ακριβώς τον αντιλαμβάνεται ο ποιητής τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του. Ο ποιητής είναι καταδικασμένος σε θάνατο και περνά εφιαλτικές νύχτες αγωνίας στη φυλακή περιμένοντας το ξημέρωμα -την ώρα που γίνονται οι εκτελέσεις- με το φόβο πως ίσως σήμερα είναι η ώρα της δικής του εκτέλεσης. Σ’ ένα ποίημα που έχει γραφτεί υπό το βάρος μιας θανατικής καταδίκης, ο ποιητής αποφεύγει να αναφερθεί άμεσα στο θάνατο.
Ο Πατρίκιος στη δική του ποιητική σύνθεση επιλέγει να αντιμετωπίσει τις εφιαλτικές μνήμες του εμφυλίου με άμεσο τρόπο, καταγράφοντας εικόνες που του έχουν προκαλέσει μεγάλο πόνο και θα συνεχίσουν να τον ακολουθούν πιθανότατα για πάντα. Ο ποιητής αναφέρεται στους χιλιάδες αγωνιστές, οι οποίοι αν και άγνωστοι σε αυτόν πολέμησαν εντούτοις για τον ίδιο σκοπό και έδωσαν τη ζωή τους για τον κοινό τους αγώνα. Οι άνθρωποι αυτοί έμειναν άταφοι στα πεδία της μάχης, και το σώμα τους έγινε βορά των αρπακτικών πουλιών και των σαρκοβόρων ζώων. Έκδηλη είναι η αγωνία του θανάτου, όπως αυτή αποτυπώνεται στην εικόνα των νεκρών αγωνιστών που στα παγωμένα χέρια τους σφίγγουν κάλυκες και αγκάθια. Μέχρι την τελευταία στιγμή μένουν πιστοί στον αγώνα, κρατώντας στα χέρια τους τις πολύτιμες σφαίρες, βιώνοντας όμως και το σπαρακτικό πόνο του τραυματισμού που τους οδηγεί στο θάνατο αρπάζουν με τα χέρια τους ό,τι βρίσκουν δίπλα τους και καταλήγουν σφίγγοντας τα αγκάθια. Ο Τίτος Πατρίκιος έχοντας συμμετάσχει ενεργά στον αγώνα της αριστεράς, μας μεταφέρει εικόνες από τα πεδία της μάχης και μας αποκαλύπτει τη φρίκη που γνώρισαν όσοι πολέμησαν για τα ιδανικά τους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...